Μέγας Αντώνιος
Ο καθηγητής της ερήμου
 
Το 251 μ.Χ. γεννήθηκε στην Αίγυπτο ένα μεγάλο και φωτεινό αστέρι της χριστιανοσύνης: ο Μέγας Αντώνιος. Ιδιαίτερη πατρίδα του ήτανε ένα μικρό χωριό, που ονομαζόταν Κόμα, που βρισκότανε ανατολικά της όχθης του ποταμού Νείλου, στη Νότια Μέμφιδα.
Οι γονείς του ήταν πλούσιοι και ευσεβείς χριστιανοί. Μπορούσανε να δώσουνε μεγάλη μόρφωση στον μικρό τους Αντώνιο και να τον αναδείξουν μεγάλο επιστήμονα, αλλά τους φόβιζε η συναναστροφή στο σχολείο με τα παιδιά των ειδωλολατρών. Δεν θέλανε να χάση την πίστη του το παιδί τους, από την εκεί πλάνη της ειδωλολατρίας. Προτιμούσανε να δούνε το παιδί τους στον Παράδεισο αγράμματο, παρά γραμματισμένο στην Κόλαση. Έμεινε λοιπόν, εξ’ αιτίας αυτού, τελείως αγράμματος ο Αντώνιος. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να αναδειχθεί Μέγας.
Οι γονείς του, όμως, φροντίσανε πολύ για τη χριστιανική ανατροφή του. Τον μεγαλώσανε με τις αρχές του Ευαγγελίου και του δείξανε τους δύο δρόμους, που θα τον γλίτωναν από τις παγίδες του διαβόλου: τον δρόμο του σπιτιού και τον δρόμο της Εκκλησίας.
Στην Εκκλησία πήγαινε τακτικά και παρακολουθούσε με κατάνυξη και μεγάλη προσοχή την Θεία Λειτουργία.
Αν και ήταν ακόμη μικρό παιδί, δεν τον συγκινούσαν τα παιγνίδια , τα ωραία ενδύματα ή τα νόστιμα φαγητά. Ο νους του ήταν στο Θεό και τον τραβούσαν τα ουράνια.
Σε ηλικία 18 ετών, έμεινε ορφανός με μια αδελφή. Ο θάνατος των γονέων του, τον έβαλε στην αρχή σε λύπη και σε βαθύ συλλογισμό. Κατάλαβε τότε, πόσο μάταιος είναι τούτος ο κόσμος και πόσο γρήγορο είναι το πέρασμα του ανθρώπου από την προσωρινή ζωή.
Αναχωρεί Στην Έρημο
Μια Κυριακή ακούει στην Εκκλησία την Ευαγγελική περικοπή, στην οποία συζητάει ο Χριστός με έναν πλούσιο νεαρό και του δείχνει τον δρόμο της τελειότητος και της σωτηρίας της ψυχής του. Ο Χριστός αφού ακούει τον νεαρό πλούσιο να του λέγει, ότι έχει ζήσει σύμφωνα με τις εντολές του Θεού, του υπογραμμίζει:
"Ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε, πώλησον σου τα υπάρχοντα και δίδος πτωχοίς και δεύρο ακολούθει μοι και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ".
Τα λόγια του Ευαγγελίου, κάνουν βαθειά εντύπωση στην ψυχή του Αντωνίου. Γυρίζει στο σπίτι σκεφτικός και κυριευμένος από αγωνία. Νομίζει, ότι η φωνή του Κυρίου τον καλεί και αυτόν, όπως εκείνον τον νέον, να τον ακούσει και να τον ακολουθήσει. Υπακούει αμέσως και χωρίς αναβολή. Πουλάει όλα του τα κτήματα. Ήτανε πάρα πολλά, περίπου τριακόσια! Αλλά και πολύ εύφορα. Άλλωστε ήσαν κοντά στον "χρυσορρόα" Νείλο.
Από την πώληση τους πήρε πολλά χρήματα. Το χρυσάφι όμως δεν του τράβηξε την καρδιά. Το έδωσε στην Εκκλησία, και στους φτωχούς και τους δυστυχισμένους. Αυτός κράτησε μόνο για την αδελφή του ελάχιστα χρήματα. Αλλά και αυτά μόλις άκουσε τα λόγια του Χριστού, που λέγει "μη μεριμνήσητε εις την αύριον", τα μοίρασε στους φτωχούς.
Έπειτα εμπιστεύεται την αδελφή του σε ένα Κοινόβιο παρθένων, σε ένα παρθενώνα. Εκεί, ζούσανε ενάρετες γυναίκες και επεδίδοντο σε έργα αγάπης. Φεύγει και αυτός, όχι πολύ μακρυά από το σπίτι του και άρχισε ασκητική ζωή. Δεν υπήρχαν ακόμη μοναστήρια εκείνη την εποχή συγκροτημένα, όπως υπάρχουν σήμερα. Για αυτό καταφεύγει σε ένα ερημητήριο των περιχώρων.
Εκεί, βρίσκει ένα Γέροντα ασκητή, ο οποίος αναλαμβάνει να τον καθοδηγήσει στην αρετή. Για να φτιάξη ψυχή ο άνθρωπος χρειάζεται άσκηση. "Υπωπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ, έλεγεν ο Παύλος, μήποτε άλλοις κηρύξας εγώ αυτός αδόκιμος γένωμαι".
Την άσκηση και την σκληραγωγία την αρχίζει προτού εγκαταλείψει ακόμη το σπίτι του. Προσεύχεται στο Θεό. Του ζητάει να τον βοηθήσει στον αγώνα του, για την σωτηρία της ψυχής του. Ξενυχτάει, τώρα, πολλές φορές στην άσκηση και την προσευχή. Τρώγει ελάχιστα. Η τροφή του είναι ένα ξερό κομμάτι ψωμί και νερό. Τρώγει μόνο μια φορά την ημέρα. Μερικές μάλιστα μέρες περνούν, χωρίς να βάλει τίποτα στο στόμα του. Άλλοτε πάλι, γεύεται το ξεροκόμματο, αφού περάσουν τρεις ή και τέσσερις μέρες εξαντλητικής νηστείας. Σε ένα ερημητήριο των περιχώρων, συναντάει κι άλλους αναχωρητές. Τους πλησιάζει, για να πάρει κάτι καλό από όλους. Στον ένα θαυμάζει την αγρυπνία και την προσευχή, στον άλλο την νηστεία και την κακοπάθεια, για την αγάπη του Χριστού. Γεμάτος ο Αντώνιος ταπεινοφροσύνη και ευσέβεια, προχωρεί σταθερά στα δύσκολα σκαλοπάτια της ασκητικής ζωής.
Ο Άγιος ζητούσε τη βοήθεια του Χριστού ενάντια στους πειρασμούς γιατί αφιέρωσε ολοκληρωτικά τη ζωή του στα λόγια του Χριστού.
Σκεπτόταν ο Μέγας την ευγένεια και το νοερό της ψυχής και καταλάβαινε ότι η ψυχή δεν τρέφεται με σαρκικές ηδονές και ότι η ψυχή αναπαύεται μονάχα κοντά στο Θεό.
Κοιμόταν πολλές φορές μόνο σε μια ψάθα ή στο έδαφος . Ήξερε ότι ένας μοναχός και ερημίτης για να είναι κύριος του εαυτού του πρέπει να λαμβάνει πνευματικές αλλά και σωματικές προφυλάξεις με σκληραγωγημένη ζωή, ξένη προς τις ανέσεις και τη μαλθακότητα.



Οι Πρώτοι Πειρασμοί
Ο διάβολος όμως, που βλέπει την μεγάλη πρόοδο του Αντωνίου, στην αγιοσύνη, ταράζεται και στεναχωριέται. Βάζει αμέσως σε ενέργεια τις παγίδες του και τα φοβερά του σχέδια.
– Μηχανεύομαι τόσα σχέδια, μικρέ μου, του ψιθυρίζει ο μιαρώτατος, και δεν θα μπορέσεις να μου γλυτώσεις!
Έπειτα αρχίζει τον φοβερό πόλεμο, για να λυγίσει τον Αντώνιο, από την αρχή και να τον γκρεμίσει. Θέλει να του σκοτίσει το νου, να του μουδιάσει τη σκέψη και ύστερα να τον νεκρώσει από το δεσμό του με την πίστη του Χριστού.
Τον χτυπάει λοιπόν, πρώτα με τα πλούτη και τις ανέσεις:
– Είσαι κουτός, του λέγει μέσα στην σκέψη του. Άφησες τόσα πλούτη και ήρθες εδώ στην ερημιά να πεθάνεις από την πείνα και από το κρύο! Δεν βλέπεις την δυστυχία, που σε πνίγει; Ένα στρώμα δεν έχεις να κοιμηθείς. Ζεστασιά δεν υπάρχει πουθενά. Δεν είναι για σένα ο τόπος αυτός. Θα πεθάνεις και είναι αμαρτία. Έπειτα μην ξεχνάς· έχεις και αδελφή! Πώς την άφησες μόνη της; Είναι σωστό αυτό; Τι ευτυχισμένος είσαι τώρα εδώ, σε μια υγρή σπηλιά! Όλοι οι άλλοι, που ζούνε στον κόσμο, θα χαθούνε και συ μόνο θα σωθείς; Είναι άραγε σωστό αυτό που κάνεις;
Όλες αυτές τις σκέψεις τις βάζει στον νου του Αντωνίου ο Σατανάς και περιμένει με αγωνία το αποτέλεσμα. Τι θα γίνει; Θα τις δεχτεί; Θα σταματήσει την άσκηση και θα γυρίσει στον κόσμο; Θα υποκύψει ή όχι;
Αλλά στις δύσκολες αυτές στιγμές του πειρασμού ο Άγιος δεν λυγίζει. Προσεύχεται πολύ. Παρακαλεί από τα βάθη της καρδιάς του τον Θεό να τον βοηθήσει. Η προσευχή του, η νηστεία του και η θέλησις του, νικούν τον διάβολο και τον τρέπουν σε φυγή.
Δεν πρόκειται όμως, να ησυχάσει. Ο διάβολος βάζει μπροστά νέο σχέδιο, πιο τολμηρό αυτή τη φορά. Τον πολεμάει με τη σάρκα. Εκμεταλλεύεται για αυτό ο άθλιος, την νεότητα του.
Παρουσιάζει στην φαντασία του αισχρά θεάματα. Μεταμορφώνεται ο τρισάθλιος σε γυναίκα και προσπαθεί εκεί στην ερημιά, να τον σκανδαλίσει και να τον νικήσει. Αγωνίζεται μέρα νύχτα να τον γκρεμίσει. Του παρουσιάζει κέντρα διασκεδάσεων και αισχρές σκηνές. Κάνει ότι μπορεί, για να επιτύχει τους δόλιους σκοπούς του.
Ο Άγιος, όμως , συνεχώς προσεύχεται. Μένει ξάγρυπνος και παρακαλεί τον Θεό με θερμά δάκρυα να του δώσει δύναμη να αντέξει σε αυτή την άγρια επίθεση των πειρασμών του διαβόλου. Για να επιτύχει μέχρι τέλους, δεν τρώγει εντελώς τίποτε. Κόβει και το ελάχιστο ξερό ψωμί, που έτρωγε κάθε βράδυ, και μένει μέρες ολόκληρες νηστικός.
Ο δαίμονας βλέπει τότε, ότι τα σκοτεινά του σχέδια πάνε χαμένα και πέφτει σε μεγάλη στεναχώρια. Δεν εγκαταλείπει όμως τον αγώνα.
– Να το δόλωμα! λέγει ο μιαρώτατος: Η υπερηφάνεια. Τώρα είναι η ώρα να τον κάμω να υπερηφανευθεί.
Παρουσιάζεται, λοιπόν, ο δαίμονας στον Άγιο με μορφή μαύρου παιδιού και του λέγει:
– Αχ! Αντώνιε. Πολλούς πλάνεψα, πολλούς έβαλα κάτω και τους νίκησα, αλλά εσένα κουράστηκα να πολεμώ! Νομίζω, πως δεν θα επιτύχω. Είσαι δυνατός. Σε παραδέχομαι.
– Και ποιος είσαι εσύ; τον ρώτησε ο Μ. Αντώνιος.
– Εγώ είμαι το πνεύμα της πορνείας και γαργαλίζω τους νέους στην πράξη αυτή.
Ο Άγιος δεν υπερηφανεύεται, όπως περίμενε ο σατανάς. Δεν είπε από μέσα του "Είμαι μεγάλος εγώ!", "Μπράβο μου, τα κατάφερα να νικήσω ακόμη και τον διάβολο", αλλά δόξασε το όνομα του Κυρίου που του έδωσε τη δύναμη να νικήσει και είπε στον σατανά, ξανά τα λόγια του Ευαγγελίου:
– Ύπαγε οπίσω μου σατανά. Δεν σε φοβάμαι.


Μέρες Αθλήσεως
Μετά τους πρώτους πειρασμούς, ο Άγιος προσεύχεται με πιο πολλή πίστη. Οι πρώτες νίκες κατά του διαβόλου του δίνουν θάρρος και δύναμη. Η νηστεία και η σκληραγωγία γινότανε πιο αυστηρή. Εκτός από το ελάχιστο ψωμί, που έτρωγε κάθε δύο, τρεις ή και τέσσερις μέρες, ούτε λάδι , ούτε κρασί, ούτε καμιά άλλη τροφή έβαζε στο στόμα του. Κοιμότανε πάνω σε μια παλιά ψάθα ή και εντελώς κάτω στο χώμα.
-Οι νέοι πρέπει να αγωνίζονται, έλεγε. Πρέπει να βασανίζουν τη σάρκα, γιατί έτσι μονάχα εξασθενίζουν τις ηδονές και δυναμώνουν το πνεύμα.
Δεν άφηνε ο Άγιος τις ώρες του να περνούν σε ραθυμία. Πάντοτε βρισκότανε σε κίνηση και ενέργεια. Προετοίμαζε τον εαυτό του και για νέες συγκρούσεις με τον διάβολο. Ήξερε καλά, πως εκείνος θα συνέχιζε να τον πολεμά. Γνώριζε καλά, πως ο αιώνιος εχθρός της ψυχής κάθε χριστιανού, θα κτυπούσε και πάλι.
Για να ανεβάσει, λοιπόν, ακόμη πιο ψηλά τον αγώνα και την άθληση του την χριστιανική, καταφεύγει σε ένα παλαιό τάφο και απομονώνεται. Εκεί του φέρνει την λίγη τροφή του, από καιρού εις καιρό, κάποιος ευσεβής χριστιανός. Ο τάφος αυτός ήταν ένα άνοιγμα σε ένα βράχο γιατί έτσι ήταν παλιά οι τάφοι.


Ο Σατανάς Επιτίθεται Λυσσαλέα
Ο Άγιος Αντώνιος έμενε μονάχος μέσα στο μνήμα και προσευχόταν ασταμάτητα.
Αυτή η πράξη θεωρείται παράξενη για μας που δεν μπορούμε να καταλάβουμε το μυστήριο της ψυχής που αναζητά το Θεό με ιερό πάθος.
Όταν ο άνθρωπος είναι αποκομμένος από το Θεό, τότε και και χρυσοστόλιστη να είναι η κατοικία του, μεταβάλλεται σε κόλαση, γιατί δεν υπάρχει η Θεία ζωή που δίνει ο Θεός.
Όμως ο άνθρωπος που έχει μέσα του το Θεό, ακόμη κι αν ζει σε τάφο τότε ο τάφος μεταβάλλεται σε παράδεισο για αυτόν.
Η ηρωική αυτή πράξη έφερε την αναστάτωση στον κόσμο των δαιμόνων. Δεν άντεχαν να βλέπουν ένα ζωντανό ασκητή να μένει στο χώρο του θανάτου και να βιώνει με προσευχή τη ζωή και να περιμένει την ανάσταση.
Μια νύκτα λοιπόν, πλήθος δαιμόνων με μεγάλη μανία και με μίσος ανθρωποκτόνο όρμησαν εναντίον του Αγίου και τον κτύπησαν βάναυσα με σκοπό να τον θανατώσουν, για να σβήσουν τα ίχνη του από τη γη. Όμως οι δαίμονες μπορούν να βασανίσουν τον άνθρωπο και να τον πειράξουν, αλλά δεν μπορούν να τον θανατώσουν. Την ώρα του θανάτου την αποφασίζει ο ίδιος ο Θεός. Οι δαίμονες, αφού κτύπησαν μέχρι προθύρων θανάτου, τον άφησαν εκεί μέσα στο μνήμα λιπόθυμο από το πολύ ξύλο για να πεθάνει.
Όμως η Πρόνοια του Θεού ενήργησε και διήγειρε πνεύμα στην ψυχή του βοηθού του Αγίου, ο οποίος έξω από το προγραμματισμένο, πριν από την καθορισμένη μέρα πήγε στο μνήμα να του φέρει ψωμί και νερό.
Μόλις άνοιξε την είσοδο του τάφου είδε τον Άγιο Αντώνιο πεσμένο στο έδαφος σαν νεκρό. Τότε αμέσως τον σήκωσε και τον μετέφερε στο Κυριακό που ήταν ένα οίκημα αφιερωμένο στον Κύριο. Εκεί μαζεύτηκαν οι συγγενείς και οι γνωστοί του και τον παράστεκαν, γιατί νόμιζαν πως θα πέθαινε. Όμως τα μεσάνυκτα συνήλθε ο Άγιος και ξύπνησε. Τότε είδε ότι κοιμόντουσαν όλοι, όσοι ήλθαν να του παρασταθούν. Μόνο ο βοηθός του έμενε άγρυπνος.

Ο Άγιος έκανε νεύμα στο βοηθό του να τον σηκώσει και να τον ξαναπάει στο μνήμα από όπου τον είχε πάρει!!!
Ο βοηθός του, αφού τον στήριξε και τον βάσταξε, τον πήγε στον τάφο όπου τον ξανάκλεισε μέσα.
Έμενε λοιπόν ο Άγιος μέσα στον τάφο ξαπλωμένος και προσευχόμενος συνεχώς, με ιερό ζήλο, ενώ το σώμα του δεν μπορούσε να σηκωθεί από τους πόνους.
Οι δαίμονες τον περιτριγύρισαν πάλι απειλητικά. Ο Άγιος όμως τους έλεγε:
– Εδώ είμαι. Δεν φεύγω από τις μαστιγώσεις σας. Εάν και περισσότερα κακά μου κάνετε, πάλι δεν μπορείτε να με χωρίσετε από τον αγάπη του Χριστού και Σωτήρα μου.
Οι δαίμονες, βλέποντας τον Άγιο να προσεύχεται ακόμη και πληγωμένος, χωρίς να φοβάται, αγρίεψαν περισσότερο. Έκαναν τόσο δυνατό θόρυβο, ώστε φάνηκε ότι σείσθηκε ο τόπος και σχίστηκαν οι τέσσερις τοίχοι.
Στη συνέχεια οι δαίμονες μετασχηματίστηκαν, κατά φαντασίαν, σε ερπετά και θηρία, για να τον τρομοκρατήσουν. Γέμισε ο τόπος από λιοντάρια, αρκούδες, λεοπαρδάλεις, φίδια, λύκους και άλλα φρικτά θεάματα. Το κάθε ένα απειλούσε με το δικό του σχήμα και με τον δικό του τρόπο.
Τα λιοντάρια έβγαζαν άγριους βρυχηθμούς και ορμούσαν να τον κατασπαράξουν. Οι ταύροι ορμούσαν να τον κερατίσουν. Οι σκορπιοί και τα φίδια ορμούσαν να τον δαγκώσουν και να τον φαρμακώσουν. Οι λεοπαρδάλεις και οι λύκοι ορμούσαν να τον καταξεσκίσουν και να τον φάνε. Και ανάλογα εκδηλώνονταν τα φαινόμενα εκείνα θηρία. Τα κτυπήματα τους ήταν φοβερά και η αγριότητα τους αβάστακτη, ανυπόφορη.
Ο Όσιος συνθλιβόταν από όλα αυτά και υπέμενε καρτερικά τα φοβερά τους κτυπήματα. Αισθανόταν φοβερό πόνο στο σώμα του. Όμως στην ψυχή ήταν άφοβος και άγρυπνος. Ενώ στέναζε από σωματικό πόνο, η ψυχή του ήταν ανυπόταχτη και ανυποχώρητη. Και αντιμετωπίζοντας και καταφρονώντας τους δαίμονες έλεγε:
– Εάν είχατε δύναμη, τότε έφθανε ένας και μόνος από σας να με πολεμήσει. Αλλά επειδή ο Δεσπότης σας έχει κόψει τα νεύρα και σας έχει αφήσει δίχως δύναμη, για αυτό προσπαθείτε με το πλήθος και την υποκρισία να με φοβίσετε μετασχηματιζόμενοι σε μορφές θηρίων. Αν λάβατε την εξουσία από άνω εναντίον μου μη αμελείτε. Αν όμως δε λάβατε εξουσία, τότε γιατί αναστατώνεστε άδικα;
Οι δαίμονες ενώ εμπαίζονταν από τον Άγιο και προσπαθούσαν ανήμποροι να τον βλάψουν, έτριζαν τα δόντια και τον απειλούσαν.
Τέλος, ο Κύριος που δε λησμόνησε τον Άγιο Του, ήρθε σε συμπαράσταση και σε βοήθεια του. Τότε ο Άγιος Αντώνιος είδε τη στέγη του τάφου σαν να ανοιγόταν και μια αχτίδα φωτός να έρχεται προς αυτόν. Αμέσως οι δαίμονες εξαφανίσθηκαν αιφνιδιαστικά και έπαψε ο πόνος του σώματος. Θεραπεύθηκαν όλα τα σημάδια από τις πληγές που του προκάλεσαν οι δαίμονες.
Τότε ο Άγιος, που αισθάνθηκε την ευεργετική επίσκεψη του Θεού, προσευχήθηκε με τα εξής λόγια.
– Πού ήσουν Χριστέ μου και δεν φάνηκες από την αρχή, να σταματήσεις τις οδύνες και τους πόνους μου;
Τότε ακούσθηκε η θεία φωνή και του είπε.
– Αντώνιε, εδώ ήμουν αλλά καρτερούσα να δω τον αγώνα σου. Επειδή λοιπόν υπέμεινες και δε νικήθηκες, θα είμαι βοηθός σου πάντοτε και θα σε κάνω ονομαστό σε όλο τον κόσμο.
Ο Άγιος, ακούγοντας αυτά τα λόγια, σηκώθηκε και προσευχόταν. Αισθανόταν περισσότερη δύναμη στον εαυτό του από ότι σε όλη του τη ζωή. Μετά τον σκληρό αγώνα, ακολουθεί το στεφάνι της νίκης. Μετά την απειλή του Άδη, έρχεται η φωνή του Ουρανού … Όλα αυτά συνέβαιναν, όταν ο Άγιος ήταν τριανταπέντε ετών.

Για Αυστηρότερη Άσκηση

Από τότε ο Άγιος Αντώνιος έγινε πιο πρόθυμος στη Θεοσέβεια. Αφού νίκησε τους δαίμονες μέσα στον τάφο, πήγε και επισκέφθηκε τον γέροντα από τον οποίο πήρε μαθήματα ασκητικής ζωής και του λέγει την απόφαση του να απομακρυνθεί περισσότερο από τον κόσμο. Τον παρακαλεί μάλιστα να τον ακολουθήσει κι αυτός στον έρημο τόπο που έχει αποφασίσει να αναχωρήσει. Ο Γέροντας του όμως, επειδή ήταν πολύ γέρος, αλλά κι επειδή δεν υπήρχε ακόμη τέτοια συνήθεια, δεν δέχτηκε.
Μόνος του τότε, ο Άγιος Αντώνιος ξεκινάει, για τον σκληρό και δύσκολο δρόμο της ασκήσεως. Περνάει τον Νείλο ποταμό και προχωράει προς τα βουνά της δεξιάς όχθης του, που προεκτείνονται προς την Αραβία.
Ο σκοτεινός διάβολος πλημμυρίζει τότε από θανάσιμο μίσος κατά του Αγίου. Καθώς τον βλέπει να προχωρεί, για πιο αυστηρή άσκηση και πρόοδο αγιοσύνης, ταράζεται. Δεν το βάζει όμως κάτω. Ετοιμάζεται να τον σκανδαλίσει με άλλα δολώματα και τεχνάσματα, για να τον ρίξει στην αμαρτία. 

Ο Αργυρένιος Δίσκος
Του πετάει λοιπόν, στον δρόμο του, εκεί που βάδιζε στην έρημο, ένα μεγάλο, αστραφτερό, αργυρένιο δίσκο! Ο Μέγας Αντώνιος κοντοστέκεται για λίγο και λέγει εκείνο, που κατάντησε παροιμία : "Από που βρέθηκε δίσκος στην έρημο;" Εδώ ούτε δρόμος ούτε μονοπάτι, ούτε ίχνος περάσματος φαίνεται πουθενά. Αλλά και εάν έπεσε κάποιου ανθρώπου, δεν θα τον άκουγε; Δεν θα γύριζε λοιπόν να τον πάρει;
Δική σου τέχνη είναι τούτο διάβολε! είπε ο Άγιος. Θέλεις να με εμπαίξεις. Δεν θα σου κάνω όμως τη χάρη. Χάρισμα σου λοιπόν. Πάρε τον δίσκο μαζί σου στην απώλεια, στο σκοτάδι της Κολάσεως, του φρικτού βασιλείου σου … Μόλις όμως, είπε αυτά ο όσιος, ο δίσκος έγινε άφαντος! Ο δαίμονας είχε νικηθεί και πάλι.
Σε λίγο ο Μέγας Αντώνιος συναντάει μπροστά του άφθονο χρυσάφι, που άστραφτε και γυάλιζε με τη λάμψη του. Για το χρυσάφι αυτό, δίνονται δύο εξηγήσεις. Η μια είναι, ότι το παρουσίασε ο διάβολος στον Άγιο, για να τον εμποδίσω από το θεάρεστο δρόμο του, για να του ανάψει τη φλόγα της φιλαργυρίας και του πλούτου και έτσι να του αλλάξει τα μυαλά.
Η άλλη εξήγησις είναι, ότι το χρυσάφι αυτό, το παρουσίασε ο Θεός στον Άγιο, για να δείξει στον διάβολο, ότι ο Αντώνιος, ούτε από το χρυσάφι παρασύρεται, ούτε με τίποτε άλλο δεν αλλάζει την ευτυχία της πίστεως που νιώθει. Ο Άγιος είναι αλήθεια πως θαυμάζει την αφθονία του χρυσαφιού, που βλέπει μπροστά του, αλλά καμιά επιθυμία δεν αισθάνεται. Το προσπερνάει, όπως προσπερνάει, κανείς όταν πατάει φωτιά και φεύγει. Θυμήθηκε την Αγ. Γραφή που λέγει: "Πλούτος, εάν ρέει, μη προστίθεσθε καρδίαν".
Φθάνει λοιπόν, ο μεγάλος ασκητής βαθειά στην έρημο. Εκεί κοντά στο βουνό, σε κάτι παλιά ερείπια, σταματάει. Κοντά του βρίσκεται μια δροσερή πηγή! Είναι στη Λιβυκή έρημο Πισπίρι, που βρίσκεται το σημερινό Δαρ-Ελ-Μεϊμουν.
Κατασκηνώνει στα παλιά ερείπια του φρουρίου της ερήμου, χωρίς να τον φοβίζουν τα άγρια ζώα και ερπετά, που βρίσκονται εκεί μέσα. Εκείνα με θείο θέλημα ένα – ένα αφήνουν το φρούριο και φεύγουν.
Εδώ αρχίζει ο Μ. Αντώνιος να ζει σε πιο αυστηρή άσκηση. Απομονωμένος από τον κόσμο εντελώς, βαθαίνει στα μυστήρια της ζωής και της Δημιουργίας. Είκοσι ολόκληρα χρόνια, προσεύχεται, νηστεύει, ξαγρυπνάει και αντιστέκεται στους πειρασμούς του διαβόλου.
Άγριες επιθέσεις του κάνει ο σατανάς. Τον απειλεί. Του τρίζει τα δόντια. Του προκαλεί επανάσταση στη σάρκα. Τον πολεμάει συνεχώς σε μια μάχη ασταμάτητη.
Οι επισκέπτες που πηγαίνουν να τον δουν ακούνε στο φρούριο άγριες κραυγές:
– Φύγε από τον τόπο μας. Η έρημος είναι δική μας. Δεν θα μπορέσεις να αντέξεις στις μηχανές μας. Θα σε πιάσουμε στις παγίδες μας και στις ενέδρες μας!
Οι επισκέπτες νομίζουνε στην αρχή, ότι οι φωνές είναι ανθρώπινες. Διαπιστώνουν όμως έπειτα οτι πουθενά δεν υπάρχουν άνθρωποι, εκτός από τον γενναίο ασκητή. Καταλαβαίνουν τότε τι υπεράνθρωπη πάλη κάνει ο Άγιος με την πανουργία του διαβόλου και θαυμάζουν.
Τότε ο Άγιος τους πλησιάζει γαλήνιος, Ανοίγει την εξώπορτα του φρουρίου και τους λέγει:
– Μη φοβάστε, αγαπητοί μου. Αφήστε τον δαίμονα να χτυπιέται. Εσείς να κάνετε τον σταυρό σας και να βαδίζετε άφοβα τον δρόμο σας.
Τους είπε και πολλά άλλα ωφέλιμα και ψυχοσωτήρια λόγια. Τους δίδαξε από την πείρα του, πως να πολεμούν και να ξεφεύγουν τις φαρμακερές παγίδες του Σατανά. Υμνούν το Θεό οι επισκέπτες, που τους αξίωσε να ιδούν τον γενναίο αυτό αθλητή της ερήμου, κι ευτυχισμένοι γυρίζουν στον τόπο τους


Ο Μέγας Αντώνιος Και Ο Παύλος Ο Απλούς

Πόσο σκληρή ήτανε η άσκησις του και η νηστεία του φαίνεται στον βίο του Αγίου Παύλου του απλού. Ο Παύλος προσήλθε στον Άγιο Αντώνιο εκεί στην έρημο.
– Γέροντα, του είπε, θέλω να με προσλάβεις υποτακτικό σου, για να μάθω τον τρόπο της ασκήσεως, ώστε να σώσω την ψυχή μου.
– Παιδί μου, του απάντησε ο Αντώνιος, δε σε παίρνω, διότι είναι σκληρή και βαριά η καλογερική. Είναι δύσκολη η ασκητική ζωή.
– Ας είναι γέροντα, σε παρακαλώ να με πάρεις.
– Μα, παιδί μου, δεν θα τα βγάλεις πέρα.
– Πάρε με, επέμενε ο Παύλος και ο Θεός θα με βοηθήσει να τα βγάλω.
– Αφού επιμένεις, πήγαινε πιο πέρα και προσευχήσου, έως ότου σε φωνάξω για φαγητό.
Πράγματι! επήγε κι άρχισε να προσεύχεται στον καυτερό ήλιο του καλοκαιριού στην έρημο. Έψηνε κυριολεκτικώς ο τόπος. Προσευχήθηκε όλη την ημέρα και όλη την νύκτα. Πέρασε και η άλλη μέρα, και η άλλη νύκτα. Την τρίτη ημέρα,τον φώναξε ο Αντώνιος λέγοντας:
– Παύλε, έλα να φάμε.
Ο Αντώνιος έβαλε λίγα παξιμάδια και νερό. Αυτό ήτανε η τροφή τους. Έφαγε ένα παξιμάδι ο Αντώνιος και ένα ο Παύλος.
– Φάγε παιδί μου και άλλο παξιμάδι, του είπε ο Αντώνιος.
– Αν τρως και συ παξιμάδι, τρώω και εγώ, του απάντησε ο Παύλος.
Αυτός λοιπόν, ο Παύλος έφθασε σε μεγάλα ύψη αρετής και αγιότητας… Του έδωσε χάριν ο Θεός να θεραπεύει αρρώστιες και να βγάζει δαιμόνια. Όταν πήγαινε στον Μέγα Αντώνιο κάποιος ασθενείς για να τον θεραπεύσει, ο Αντώνιος τους παρέπεμπε στον Παύλο, κι εκείνος με την προσευχή του τους θεράπευσε. 

Οδηγός Και Διδάσκαλος

Το όνομα του Μεγάλου Αντωνίου, γίνεται ξακουστό. Ο θαυμασμός για την αυστηρή ζωή, παρακινεί πολλούς να πάνε να τον δούνε. Πολλοί μοναχοί, τον βλέπουνε σαν ένα φωτεινό παράδειγμα αγίας ζωής και θέλουν να τον μιμηθούν.
Όταν λοιπόν, μαθαίνουν που βρίσκεται,τρέχουν πολλοί με χαρά κοντά του. Κοιτάζουνε το κοκαλιάρικο σώμα του και τα χάνουν. Αρκετοί που πάσχουν από αρρώστιες, μόλις τον βλέπουν, γιατρεύονται. Πολλοί δαιμονισμένοι λυτρώνονται από τα δεσμά του διαβόλου.
Ο Μέγας Αντώνιος, όλους τους δίδασκε. Δεν ήξερε βέβαια γράμματα, αλλά ο λόγος του ήταν φωτισμένος από το Θείο Πνεύμα. Όσοι τον άκουγαν, ένοιωθαν αμέσως γαλήνη στην καρδιά τους. Μεγάλωνε ο έρωτας τους για αρετή. Έφευγε από το σώμα τους η τεμπελιά για πνευματικούς αγώνες και χανόταν ο καταστρεπτικός εγωισμός τους.
Μάθαιναν όλοι τους, πως να καταφρονούν τους πειρασμούς του πονηρού διαβόλου και πως να πλησιάζουν περισσότερο το Χριστό. Τους μοναχούς τους δίδασκε λέγοντας:
– Για την σωτηρία μας, είναι αρκετές οι Γραφές. Μας φθάνει η Παλαιά και ή Καινή Διαθήκη. Καλό όμως είναι, να στερεώνει και ο ένας του άλλου την πίστη με λόγια, που ωφελούν τη ψυχή.
– Παιδιά μου, να μη βαριέστε και μη αμελείτε το έργο της ασκήσεως. Με λίγους πρόσκαιρους κόπους εδώ, θα κερδίσουμε την αιώνια ανάπαυση, την δόξα και την χαρά του ουρανού. Το πρωί που σηκωνόμαστε από τον ύπνο μας, ας βάζουμε στο μυαλό μας, οτι ίσως δεν προλάβουμε να ιδούμε άλλο ηλιοβασίλεμα.Και το βράδυ, πάλι να σκεπτόμαστε, ότι ίσως να μην μας βρει ζωντανούς, το ξημέρωμα. Ότι έχουμε να κάνουμε για να ετοιμαστεί η ψυχή μας, να το κάνουμε σήμερα. Αύριο ίσως να είμαστε πεθαμένοι.
– Ας μη νομίζουμε, πως κάνουμε τίποτα το σπουδαίο. Φθαρτό σώμα θυσιάζουμε και κερδίζουμε την άφθαρτη ψυχή, την αιώνια ευτυχία.
– Ας προσέχουμε, να μην μπει στην καρδιά μας επιθυμία γυναικός (μιλούσε προς τους ασκητές). Να μισούμε όλες τις ηδονές, που φθείρουν τη ψυχή μας. Να σκεφτόμαστε την ώρα των πειρασμών την ώρα της Κρίσεως (όταν θα απολογούμαστε μπροστά στο Θεό για την αμαρτία που θα πράξουμε εκείνη την ώρα). Μακάρι ο φόβος της Κολάσεως να εξαφανίζει τους πειρασμούς της σάρκας και να σβήνει κάθε φωτιά επιθυμίας.
Αυτά και πολλά άλλα έλεγε στους πολυάριθμους μαθητές του ο Μέγας Αντώνιος. Τους διηγούνταν έπειτα για τις πανουργίες του διαβόλου και τους έλεγε:
– Ποτέ μην ακούτε τους δαίμονες. Πάντοτε σκοπεύουν να μας σκανδαλίσουν. Κάποτε, τους άκουσε να μου λένε, ότι είμαι ευτυχισμένος. Αλλά εγώ τους καταριόμουνα.
Άλλη φορά πάλι, μου παρίσταναν τους προφήτες. Μου έλεγαν, ότι θα στερέψει το νερό του ποταμού. Εγώ όμως, τους απαντούσα: Τι σας νοιάζει εσάς; Πηγαίνετε, σιχαμεροί. Φύγετε από κοντά μου. Δε θέλω να σας ακούσω!
– Άλλη φορά πάλι, ερχόντανε και με περικυκλώνανε σαν στρατιώτες καβαλάρηδες και με απειλούσανε με όπλα. Όχι σπάνια, παίρνανε μορφή θηρίων και ερπετών και με φοβερίζανε. Τότε εγώ προσευχόμουν.
Αυτοί με άρματα και αυτοί με άλογα, εμείς δε με το όνομα του Κυρίου του Θεού μας υπερτερούμε.
Και με τις ψαλμωδίες και τις προσευχές έφευγαν πανικόβλητοι.
Άλλη μια φορά, με επισκέφθηκαν τη νύχτα με φως και μου είπαν. Αντώνιε, σε λυπόμαστε για το μαύρο σκοτάδι που ζεις! ( Προσπάθησαν να τον παρασύρουν κοντά τους με μια καλή πράξη αλλά οι δαίμονες ήθελαν να του τραβήξουν την προσοχή να σταματήσει την προσευχή με το Θεό και να τους δίνει αυτούς προσοχή ). Τότε εγώ δεν τους μίλησα. Έκλεισα τα μάτια και προσευχήθηκα. Μόλις έπειτα τελείωσα την προσευχή μου και άνοιξα τα μάτια μου, δεν είδα πουθενά φως. Βασίλευε παντού ησυχία και σκοτάδι. Οι δαίμονες είχαν σκορπιστεί τρομαγμένοι.
Είναι αμέτρητες οι πανουργίες τους, αδελφοί μου.
Μια νύχτα πάλι έσεισαν το Κάστρο, που ασκητεύω. Ξύπνησα τρομαγμένος. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω μπροστά μου ένα δαίμονα πελώριο, ο οποίος μου είπε με τόλμη:
– Εγώ είμαι η δύναμις του Θεού, Αντώνιε. Τι θέλεις να σου χαρίσω;
Κατάλαβα το τέχνασμα του πανούργου.
– Ιησούς Χριστός! φώναξα και φύσηξα κατά επάνω του. Τότε εξαφανίστηκε αμέσως.
Όταν νήστευα επί πολλές ημέρες, ήρθε ο πανάθλιος ντυμένος σαν καλόγηρος και μου έφερε ψωμιά.
– Μη νηστεύεις πολύ, μου είπε. Φάγε, γιατί θα αρρωστήσεις! Εγώ σηκώθηκα τότε και προσευχήθηκα, κάνοντας το σημείο του Σταυρού. Ο διάβολος εξαφανίστηκε την ίδια στιγμή.
Και ο Άγιος συνέχιζε τις διηγήσεις του …
– Ήταν, λέει, μια άγρια νύχτα του χειμώνα. Η βροχή ήτανε καταρρακτώδης, ο αγέρας φύσαγε τρομερά. Είχα ξαπλώσει, κι αγωνιζόμουν να ζεστάνω λίγο τα ξυλιασμένα πόδια μου. Εκεί, που πήγαινε να με πάρει ο ύπνος, ακούω να μου κτυπούν την πόρτα. Ανοίγω και βλέπω έναν πανύψηλο δαίμονα ο οποίος μου έλεγε:
– Εγώ είμαι ο διάβολος … Πες μου, σε παρακαλώ γιατί με κατακρίνουν τόσο άδικα οι Μοναχοί και όλοι οι χριστιανοί; Γιατί τα βάζουν συνεχώς μαζί μου και με καταριόνται;
– Διότι τους πειράζεις και τους σκανδαλίζεις, του είπα.
– Αυτοί μόνοι τους πειράζονται και σκανδαλίζονται. Εγώ έχω πλέον εξασθενίσει. Δεν έχω πια δύναμη, είπε ο δαίμων. Τότε ύμνησα την δύναμη του Χριστού και είπα στο σατανά:
– Πάντα είσαι ψεύτης, αλλά τώρα είπες αλήθεια. Η σάρκωση και ο μαρτυρικός θάνατος του Κυρίου σε γύμνωσε από κάθε δύναμη.
Μόλις άκουσε τα λόγια αυτά ο σκοτεινός εχθρός της ψυχής, έφυγε ντροπιασμένος.
Εν τω μεταξύ πλήθαιναν οι μοναχοί, ενώ η ζωή του Μέγα Αντωνίου ήτανε πλέον το φωτεινό παράδειγμα, το πρότυπο κάθε νέου, που ακολουθούσε τον Μοναχικό βίο.

Στην Αλεξάνδρεια Κοντά Στους Μάρτυρες

Κατά το 311 μ.Χ. επί της βασιλείας του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, ξεσπάει άγριος διωγμός εναντίον των Χριστιανών στην Αίγυπτο.
Αναρίθμητοι χριστιανοί εξοντώνονται. Η Αλεξάνδρεια πλημμυρίζει στο αίμα των Χριστιανών. Η είδηση των μεγάλων σφαγών των χριστιανών φθάνει και στον Μέγα Αντώνιο, που ασκήτευε στην έρημο.
Τότε ο Άγιος αφήνει την έρημο. Παίρνει μαζί του και μερικούς άλλους μοναχούς και κατεβαίνει στην Αλεξάνδρεια, έτοιμος να μαρτυρήσει για τον Χριστό.
Εκεί δείχνει, μεγάλη δραστηριότητα. Στερεώνει τους μάρτυρες στην πίστη. Τους δίνει κουράγιο. Τους βοηθάει στις δύσκολες στιγμές. Μπαίνει στα δεσμωτήρια και στις φυλακές. Παρουσιάζεται στα δικαστήρια και παντού εμψυχώνει τους μάρτυρες.
Και όταν δόθηκε εντολή, να μην πατήσει μοναχός στα δικαστήρια, ο μεγάλος ασκητής, δεν υπάκουσε. Μπήκε στο δικαστήριο και κάθισε σε σημείο που να τον βλέπουν. Μέσα του κρυφόκαιγε ο πόθος να μαρτυρήσει για την πίστη του Κυρίου, γιατί γνώριζε, ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερο για τον άνθρωπο από το να αξιωθεί να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Άλλη όμως ήταν η βουλή του Θεού.
Όταν τέλος, σταμάτησε ο διωγμός, ο Άγιος γύρισε πάλι στο ασκητήριο του, στην έρημο. Ένοιωθε, τώρα ιδιαίτερη χαρά γιατί έβλεπε να πληθαίνουν τα Μοναστήρια. Οι μαθητές του είχαν ακούσει τις νουθεσίες του και η Μοναχική ζωή λάμπρυνε τις ερήμους της Αιγύπτου.
Μένει λοιπόν, κι άλλον καιρό στο ασκητήριο του, και συνεχίζει εκεί στην σκληρή ζωή. Ποτέ δεν υπερηφανεύεται. Ποτέ του δεν θεωρεί τον εαυτό του πιο ψηλά από τους άλλους.
 
Άνθρωπος αμαρτωλός είμαι
Μια μέρα ενώ ησύχαζε στο κελί του, προχωρεί προς τα εκεί, ένας ανώτατος αξιωματικός ονομαζόμενος Μαρτινιανός και του χτυπάει την πόρτα λέγοντας:
– Άνθρωπε του Θεού, σε παρακαλώ, βοήθησε με. Έχω μια θυγατέρα, που την ενοχλεί ο διάβολος.Αρρωσταίνει φοβερά. Ζητώ την βοήθεια σου …
Ο Άγιος του απαντάει τότε:
– Άνθρωπε, τι θέλεις; Αμαρτωλός άνθρωπος είμαι κι εγώ, όπως κι εσύ. Εάν όμως πιστεύεις στον Χριστό, πήγαινε, κάνε την προσευχή σου και θα εκπληρωθεί η επιθυμία σου.
Εκείνος πίστεψε τότε ολόψυχα στον Θεό. Γονάτισε και με πόνο ζήτησε τη βοήθεια Του. Το θαύμα έγινε. Η θυγατέρα του θεραπεύθηκε θαυματουργικά.
Πολλοί άνθρωποι, τότε, άρχισαν να τρέχουν κοντά του και να ζητούνε συμβουλές ή την μεσιτεία του προς τον Θεό, για να θεραπευθούν από διάφορες αρρώστιες.
Ο ταπεινός γέροντας, δεν θέλει να βλέπει τιμές και δόξες στο πρόσωπο του. Φοβάται μήπως από όσα γίνονται δια αυτού, με τη θέληση του Θεού, του φουντώσουν την υπερηφάνεια. Φοβάται, μήπως οι άνθρωποι σχηματίσουν μεγάλη ιδέα για αυτόν εξ’ αιτίας των θαυμάτων, που τον βοηθά ο Θεός να πραγματοποιεί.
 
Στη Μακρινή Έρημο
Αποφασίζει, λοιπόν, να προχωρήσει, για άλλο μέρος. Σκέφτεται να πάει στη Θηβαΐδα … Παίρνει λοιπόν, δύο καρβέλια ψωμί και κατεβαίνει στο ποτάμι. Εκεί περιμένει να φανεί κανένα πλοιάριο ή καμιά βάρκα για να τον περάσει απέναντι.
Ξαφνικά ακούει μια φωνή να του λέγει:
– Πού πηγαίνεις, Αντώνιε;
– Οι όχλοι μου ζητούν να κάνω θαύματα παραπάνω από τις δυνάμεις μου. Φεύγω λοιπόν, για να ησυχάσω στην Άνω Θηβαΐδα, είπε ο Άγιος.
– Και στη Θηβαΐδα να πας, θα πάνε να σε βρούνε. Για να ησυχάσεις, λοιπόν, προχώρα βαθύτερα στην έρημο.
– Και ποιος θα μου δείξει τον δρόμο, αφού δεν τον ξέρω; ρώτησε ο Αντώνιος.
Τότε η αόρατη φωνή του ουρανού, του έδειξε να ακολουθήσει μερικούς Σαρακηνούς, που περνούσανε εκείνη τη στιγμή από κοντά του, για να φτάσει έτσι στον τόπο, που θα έβρισκε ησυχία και γαλήνη.
Οι Σαρακηνοί δέχτηκαν με χαρά να τον καθοδηγήσουν. Περπάτησε μαζί τους, κοντά σε ένα ψηλό βουνό, που βρίσκεται στην περιοχή της Ερυθραίας . Εκεί βρήκε άφθονο γάργαρο και κρύο νερό, κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα.
Υπήρχαν δε και εκεί φοίνικες. Το σημείο εκείνο ήταν αρκετά εύφορο. Εκεί τον άφησαν οι Σαρακηνοί, κατά την επιθυμία του, αφού του έδωσαν προηγουμένως μερικούς άρτους. Οι Σαρακηνοί και άλλες φορές, όταν τύχαινε να περνούν από το μέρος εκείνο, επειδή κατάλαβαν τη μεγάλη αγιοσύνη του Αντωνίου, τον επισκέπτονταν, του δείχνανε τον σεβασμό τους, του αφήνανε έπειτα κανένα ψωμί και έφευγαν.
Με την προσευχή, την νηστεία και την παρηγοριά των φοινίκων και του κρύου νερού, πέρασε αρκετές ευτυχισμένες μέρες γαλήνης και σιωπής έχοντας συνεχώς στην σκέψη του τον Θεό.
Ύστερα από λίγο καιρό, μαθαίνουν οι μαθητές του, που βρίσκεται. Με στοργή και αγάπη τρέχουν κοντά του. Τον συμβουλεύονται στις δυσκολίες που συναντούν αλλά επίσης και για να του στείλουν υλική βοήθεια. Χωρίς να σκέφτονται κόπους και πολυήμερες πεζοπορίες στην δύσβατη έρημο, του στέλνουν τακτικά τα απαιτούμενα ελάχιστα τρόφιμα για να συντηρηθεί.
Ο Μέγας Αντώνιος σκέπτεται τους κόπους, την μεγάλη απόσταση και την ταλαιπωρία των μοναχών, που τον εφοδιάζουν με ψωμί και τους λυπάται. Για να τους απαλλάξει, λοιπόν, από τα δρομολόγια, τους ζητάει να φέρουν σκαφτικά, γεωργικά εργαλεία και λίγο σιτάρι, για σπορά.
Όταν του φέρανε αυτά, που ζήτησε, επιδόθηκε στην μικροκαλλιέργεια. Έσκαψε τη γη και έσπειρε το σιτάρι. Έπειτα το φρόντιζε. Ένοιωθε πολύ χαρούμενος και ευτυχισμένος, γιατί έβγαζε με τον κόπο του, το λιγοστό ψωμί του.
Η γη ήταν έφορη και το σιτάρι που έβγαζε εκεί του έφτανε, για να ζήση. Έτσι δεν ενοχλούσε πλέον κανένα για την συντήρηση του. Μόλις είδε ο Αντώνιος την ευφορία της γης, αλλά και την ανάγκη των επισκεπτών του να θέλουν να βάλουν κάτι στο στόμα τους, φύτεψε και λαχανικά.
Δεν τον άφησαν όμως τα άγρια ζώα σε ησυχία. Κατέβαιναν στην πηγή, έπιναν νερό κι έπειτα έμπαιναν στα σπαρτά του και στον κήπο του και του τα κατέστρεφαν.
Ο Άγιος έπιασε μια μέρα ένα από αυτά τα ζώα και του μιλούσε, όπως μιλάνε σε λογικούς ανθρώπους:
– Γιατί με ζημιώνετε, του είπε. Εγώ σας ζημιώνω; Πηγαίνετε λοιπόν στο όνομα του Κυρίου και μη με ξαναπλησιάσετε.
Και το θαύμα είχε γίνει. Τα άγρια ζώα ούτε τον κήπο του χαλάσανε, ούτε κατέβηκαν άλλη φορά στην πηγή εκείνη, για να πιούνε νερό!


Ανάμεσα στα λιοντάρια

Ήτανε αλήθεια μεγάλος άθλος να μπορεί να ζει μέσα στην φοβερή εκείνη ερημιά, ανάμεσα σε άγρια ζώα. Ο Άγιος όμως κατάφερνε να νικάει, όχι μόνο τον φυσικό φόβο, αλλά και τον φόβο, που του προκαλούσαν οι δαίμονες. Και οι απειλές του διαβόλου ήταν τακτικές.
Μία νύκτα, που ο Μέγας Αντώνιος αγρυπνούσε στην προσευχή, ο διάβολος μάζεψε όλα τα λιοντάρια της ερήμου και με αυτά του περικύκλωσε το καλύβι του. Τα λιοντάρια αρχίσανε να βρυχόνται και να τρίζουν τα δόντια τους απειλητικά.
Ήτανε αστροφεγγιά. Μόλις είδε ο Άγιος την πληθώρα των θηρίων, για μια στιγμή τα έχασε. Έπειτα όμως κατάλαβε, ότι αυτό, που έβλεπε, ήταν η συνηθισμένη τέχνη του διαβόλου.
Βγήκε λοιπόν με θάρρος από το καλύβι του και μέσα στη νύχτα φώναξε δυνατά στα θηρία:
– Εάν πήρατε από τον Θεό εξουσία εναντίον μου, τότε προχωρήστε και κατασπαράξτε με! Εάν όμως σας έφερε εδώ με την βία ο σατανάς, πάρτε δρόμο, φύγετε, είμαι δούλος του Χριστού!!!
Τότε τα λιοντάρια βουβά σκορπίσανε με ορμή, σαν να τα κτύπησε ξαφνικά καταιγίδα. Ο δε Άγιος συνέχισε την προσευχή του …

Πολεμάει Την Αίρεση Του Αρειανισμού

Το 338 μ.Χ. ενώ ο βρίσκεται σε βαθιά γεράματα, η ορθοδοξία ζητάει τη βοήθεια του. Οι Αρειανοί ταράζουν τη γαλήνη της Εκκλησίας και προσπαθούν να παραποιήσουν τη πίστη.
Οι παρακλήσεις των επισκόπων και των μοναχών να πάρει μέρος σ΄ αυτή τη μάχη κατά του Αρειανισμού τον ξεσηκώνουν.
Κατεβαίνει τότε από το βουνό ο Άγιος και προχωράει, σαν θεϊκός σίφουνας, προς την Αλεξάνδρεια.
Εκεί πρωταγωνιστεί. Πολεμάει με ζωτικότητα την αίρεση. Αποκηρύσσει τους Αρειανούς και την αίρεση τους. Την ονομάζει ορθά "πρόδρομον του Αντιχρίστου"

Εκεί συναντάει και τον Μέγα Αθανάσιο, παλεύοντας για την επιστροφή του από την εξορία. Στην Αλεξάνδρεια κοιτάζουν όλοι τον Μέγα Αντώνιο με θαυμασμό. Είναι για όλους μια προσωπικότητα ισχυρή. Ένας γέροντας με ατσάλινη πίστη. Αν και αγράμματος, τα λόγια του ακούγονται σαν κεραυνός. Οι σκέψεις του αστράφτουν από καθαρότητα και αγιότητα.
Με το κύρος του και το σεβασμό που προκαλεί η ασκητική του μορφή, προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στον αγώνα της Εκκλησίας κατά των Αρειανών. Για αυτό έλεγε ο Μ. Αθανάσιος:
"Όση ωφέλεια φέρνει ο Αντώνιος, με μια μόνο επίσκεψη στην Αλεξάνδρεια, δε τη φέρνουμε εμείς με εργασία σε ένα χρόνο".
Μόλις καταλαβαίνει, ότι είχε τελειώσει η αποστολή του, αφήνει την Αλεξάνδρεια και γυρίζει στην έρημο του για τη συνέχεια του ασκητικού του αγώνα. Στο δρόμο ο κόσμος τρέχει να τον ιδεί, πλούσιοι και φτωχοί του φιλούνε με σεβασμό το χέρι του, άρρωστοι τον παρακαλούνε να προσευχηθεί για αυτούς και τον τιμούν στην αποχώρηση του. Ο Άγιος προχωρεί με ταπεινοφροσύνη στο δρόμο της ασκήσεως του. Ευχαριστεί και δοξάζει το Θεό για την ακλόνητη πίστη των χριστιανών προς Αυτόν…

Στη Βαθυτέρα Έρημο Του Όσιου Παύλου Του Θηβαίου

Ο Άγιος Αντώνιος έφθασε κάποτε σε ηλικία ενενήντα ετών. Τότε κατά θεία παραχώρηση, βρήκε τον όσιο Παύλο τον Θηβαίο ο οποίος εκοιμήθη εν Κυρίω. Τον ενταφίασε με μεγάλη ευλάβεια.
Ο Όσιος εκείνος Παύλος ο Θηβαίος καταγόταν από την πόλη Θηβαΐδα της Αιγύπτου. Δεκαπέντε ετών ορφάνεψε. Είχε μόνο μια αδελφή παντρεμένη. Όμως ο άνδρας της αδελφής του τον πρόδωσε στους άρχοντες οτι ήταν Χριστιανός. Είχε σχέδιο να τον εξοντώσει, για να αρπάξει το μερίδιο. Τότε βασίλευαν στη Ρώμη ο Δέκιος και Ουαλλεριανός οι οποίοι καταδίωκαν τους Χριστιανούς και τους θανάτωναν.
Τότε ο νεαρός Χριστιανός κατέφυγε στην έρημο και στα όρη. Όμως εκεί στην έρημο ξύπνησε μέσα του πόθος της ασκητικής ζωής. Για αυτό πήγε στη βαθύτερη έρημο. Βρήκε μια σπηλιά όπου υπήρχε ησυχαστικός τόπος με πηγή νερού και φοίνικα. Εκεί σε αυτόν τον έρημο τόπο τριάντα χρόνια τρεφόταν με χόρτα και φοινίκια. Δοκιμάστηκε η πίστη , η υπομονή και η εμπιστοσύνη του στο Θεό.
Μετά από τριάντα χρόνια ο Θεός άρχισε να του στέλνει με κόρακα μισό ψωμί κάθε μέρα!!
Ο Άγιος Αντώνιος σε ηλικία ενενήντα ετών σκεπτόταν και απορούσε αν ήταν άλλος μοναχός στη βαθύτερη έρημο. Τότε μια νύκτα, ενώ αγρυπνούσε και σκεπτόταν, του φανερώθηκε άγγελος Κυρίου και του είπε.
– Πήγαινε γρήγορα στα εσωτερικά της ερήμου να βρεις τον Αββά Παύλον ο οποίος είναι πιό ενάρετος από σένα και θα λάβεις από εκείνον μεγάλη ωφέλεια.
Ο Άγιος Αντώνιος ξεκίνησε αμέσως το πρωί να βρει τον Αββά Παύλο το Θηβαίο στη βαθύτερη έρημο. Όλη την ημέρα βασανιζόταν από την πεζοπορία, καιγόμενος στον καυτερό ήλιο. Ήλπιζε όμως στο Θεό να του δείξει τον έμψυχο εκείνο θησαυρό, τον Όσιο Παύλο.
Τρεις μέρες περπατούσε. Εύρισκε μόνο ίχνη ζώων, πατήματα αλόγων και θηρίων, και φαντάσματα από δαίμονες. Οι δαίμονες μετασχηματίζονταν σε απαίσιες μορφές για να τον φοβίσουν.
Όμως ο Άγιος Αντώνιος προχωρούσε προσευχόμενος. Την τρίτη μέρα ένα λιοντάρι τον οδήγησε στη σπηλιά του Οσίου Παύλου.
Από κάθε φως υπάρχει μεγαλύτερο φως. Από κάθε άπειρο υπάρχει το μεγαλύτερο άπειρο. Από κάθε αγιότητα υπάρχει μεγαλύτερη αγιότητα. Ο Άγιος Αντώνιος, ο κορυφαίος των ασκητών, γνώρισε ερημίτη ανώτερο και καρτερικότερο. Υπάρχουν Άγιοι και Όσιοι τους οποίους ο Θεός κρατά κρυμμένους από τον κόσμο σε παραδείσια κατάσταση.
Ο Όσιος Παύλος ρώτησε για τον κόσμο, αν οι άρχοντες βρίσκονται στην ειδωλολατρεία. Όταν πληροφορήθηκε ότι η ειδωλολατρεία κατέρρευσε, ο Όσιος Παύλος δόξασε το Θεό για το θρίαμβο του Χριστιανισμού. Ενώ συνομιλούσαν οι δύο όσιοι, είδαν πάνω στο κλαδί του δέντρου τον κόρακα να φέρνει ένα ολόκληρο ψωμί τώρα αντί του μισού που έφερνε τις άλλες μέρες. Και έφαγαν οι δύο όσιοι ευχαριστούντες το Θεό.
Ο Όσιος Παύλος Παύλος στην επιμονή του Αντωνίου να ακούσει τον βίο του συγκατατέθηκε.
Τέλος είπε στον Άγιο Αντώνιο.
– Είναι πολλές μέρες που μου απεκάλυψε ο Κύριος ότι κατοικείς σε αυτή την έρημο και μου υποσχέθηκε να σε δω πριν τελειώσω τον επί γης βίο μου. Τώρα σύμφωνα με την υπόσχεση σε απέστειλε ο Θεός να ενταφιάσεις το σώμα μου.
Ο όσιος Παύλος παρακάλεσε τον όσιο Αντώνιο να επιστρέψει στο κελί του και να του φέρει τον μανδύα που είχε δωρήσει ο Μέγας Αθανάσιος στον Άγιο Αντώνιο για να ενταφιασθεί ο όσιος Παύλος με αυτόν τον μανδύα.
Όταν ο Άγιος Αντώνιος έφθασε στο κελί του τον προϋπάντησαν οι δύο μαθητές του ο Ισαάκ και ο Πλουσιανός και τον ρωτούσαν που ήταν τόσες μέρες.
Αυτός τους αποκρίθηκε.
– Αλίμονο σε εμένα τον άθλιο τέκνα μου, διότι ψευδώς φοράω το σχήμα των μοναχών και καμιά ενάρετη πράξη δεν έχω κάνει. Έχω μόνο ένδυμα πλαστό. Είδα τον Θεσβίτη Ηλία και τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Είδα αληθώς άλλον Παύλο να ζει την έρημο σαν να ζει στον Παράδεισο.
Αφού ο Άγιος Αντώνιος έφαγε λίγη τροφή, έλαβε τον αναφερόμενο μανδύα και ξεκίνησε βιαστικά να φθάσει τον όσιο Παύλο.
Περπάτησε όλη τη μέρα και μέρος της δεύτερης μέρας. Τότε ενώ βάδιζε είδε με τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής του τάγματα Αγγέλων, χορούς Προφητών και Αποστόλων, στρατεύματα Μαρτύρων και Οσίων και μαζί με όλους αυτούς είδε την ψυχή του οσίου Παύλου να λάμπει περισσότερο από χιόνι, την οποία πήγαιναν στα ουράνια με μεγάλη χαρά.
Τότε ο Άγιος Αντώνιος βλέποντας αυτή την οπτασία έκλαψε πολλή ώρα. Ύστερα άρχισε να τρέχει για να προφτάσει τον όσιο Παύλο. Παρά τα ενενήντα του χρόνια με τη θεία βοήθεια αισθανόταν δύναμη στα μέλη του και έφθασε στη σπηλιά του οσίου Παύλου.
Βρήκε τον όσιο Παύλο γονατιστό να έχει το πρόσωπο και τα χέρια υψωμένα προς τον ουρανό. Νόμισε προσευχόταν και βρισκόταν σε οπτασία.
Ο Άγιος Αντώνιος άρχισε να συμπροσεύχεται κι αυτός για αρκετή ώρα, αλλά συγχρόνως πρόσεχε με επιμέλεια αν σαλεύει κανένα μέλος του οσίου Παύλου για να δει αν ζει ακόμη.
Αφού πέρασε αρκετή ώρα και δεν είδε καμιά κίνηση ζωντανή του οσίου Παύλου, γνώρισε ότι αυτός τελείωσε την επίγεια ζωή του προσευχόμενος. Τότε ο Άγιος Αντώνιος με μεγάλη ευλάβεια αγκάλιασε και ασπαζόταν το ιερό εκείνο λείψανο του οσίου Παύλου. Το τύλιξε με τον μανδύα που έφερε. Είπε τους ψαλμούς και τα κατάλληλα τροπάρια.
Θέλοντας να τον ενταφιάσει δεν ήξερε πως να σκάψει τη γη, διότι δεν είχε μαζί του κανένα σκαπτικό εργαλείο. Στεκόταν λοιπόν περίλυπος. Αλλά ήταν αποφασισμένος να μην αναχωρήσει από εκεί μέχρι να του στείλει ο Θεός τη βοήθεια του. Και προσευχόταν περιμένοντας με εμπιστοσύνη στο Θεό.
Τότε είδε να έρχονται τρέχοντας δυο φοβερότατα λιοντάρια από το εσωτερικό της ερήμου. Τα λιοντάρια πλησίασαν πρώτα το ιερό λείψανο του οσίου Παύλου. Κουνούσαν την ουρά τους και έγλειφαν τα πόδια του οσίου με τη γλώσσα τους.
Ύστερα γνώρισαν το θάνατο του οσίου και έβγαλαν βρυχηθμό. Και έπεσαν στα πόδια του και τον προσκύνησαν. Ο Άγιος Αντώνιος θαύμασε βλέποντας ότι και τα θηρία είχαν για συμφορά τους την αναχώρηση του οσίου Παύλου. Σε λίγο τα λιοντάρια εκείνα έσκαψαν με τα νύχια τους λάκκο (τάφο) ίσο με το σώμα του οσίου. Ύστερα πλησίασαν τον Άγιο Αντώνιο. Σαν να ζητούσαν ευλογία κουνούσαν την ουρά και τα αυτιά τους και έσκυβαν τα κεφάλια τους.
Ο Άγιος Αντώνιος ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό και είπε.
– Κύριε, ο Θεός της γνώσεως, δίχως το πρόσταγμα Σου ούτε φύλλο δεν πέφτει του δέντρου, ούτε πτηνό στη γη κατεβαίνει. Συ Κύριε, όπως γνωρίζεις δώσε την αμοιβή και σε αυτά τα θηρία.
Μετά από αυτή τη προσευχή του ο Άγιος Αντώνιος έκανε με το χέρι του σημείο στα λιοντάρια να αναχωρήσουν. Εκείνα τότε πλησίασαν το ιερό λείψανο του οσίου Παύλου, και αφού το κατασπάσθηκαν, αναχώρησαν.
Τότε ο Άγιος Αντώνιος, αφού βάσταξε το τίμιο λείψανο του οσίου Παύλου, το ενταφίασε. Ο Άγιος Αντώνιος έμεινε εκεί μια μέρα ακόμη, για να δει αν ξαναφέρει ψωμί ο κόρακας. Δε φάνηκε όμως ο κόρακας.
Τότε ο Άγιος Αντώνιος που έγινε κληρονόμος της στολής του οσίου Παύλου, πήρε εκείνο το ένδυμα των φοινίκων και ξαναγύρισε στο μοναστήρι του.
Εκεί δεν έπαψε να διηγείται το θαυμαστό γεγονός.
Τον όσιο Παύλο τον Θηβαίο τον μακάρισε ο Άγιος Αντώνιος για τρία πράγματα.
Για τον ήσυχο και ερημικό τόπο όπου διέμενε.
Για τη μακροχρόνια εκεί διαμονή και για την αναχώρηση και φυγή του από τον κόσμο.
Και γιατί ήταν ο πρώτος από όλους τους ερημίτες που αναχώρησε για την έρημο, και ήταν κρυμμένος και άγνωστος από τον κόσμο.
Λοιπόν ο Θεός φανέρωσε τον κεκρυμμένο όσιο Παύλο στον όσιο Αντώνιο. Ο όσιος Αντώνιος τον φανέρωσε στους γύρω μοναχούς. Και τέλος ο κεκρυμμένος θησαυρός, ο όσιος Παύλος, έγινε γνωστός στον δικό μας αμαρτωλό κόσμο.
Και μας διδάσκει ότι, όταν η ψυχή αναζητά το Θεό και απορροφάται από την επιθυμία του Θεού και ξεχνά τον υλικό κόσμο, τότε ο Θεός ακόμη και την έρημο τη μεταβάλλει σε παράδεισο.

Οι Διψασμένοι Μοναχοί

Αλλά και προορατικό χάρισμα δεν έλειψε από τον Μέγα Αντώνιο. Του το χάρισε κι αυτό ο Θεός, για να τον δοξάσει και να τον ανταμείψει κι εδώ στη γη για την αγνή του πίστη.
Μιά μέρα λοιπόν, εκεί στο ασκητήριο του είχανε συγκεντρωθεί αρκετοί επισκέπτες και συζητούσανε, για την αιώνια ζωή και την ατελείωτη Κόλαση.
Ο Άγιος σταμάτησε την συζήτηση ξαφνικά και, αφού κάλεσε δύο καλόγηρους, τους είπε:
– Πάρτε μια στάμνα, γεμίστε την νερό και τρέξτε πίσω από αυτούς τους μεγάλους λόφους. Εκεί βρίσκονται δύο μοναχοί, που θέλουν να έρθουν εδώ. Τους τελείωσε όμως το νερό και ο ένας πέθανε από την δίψα. Τρέξτε λοιπόν να προλάβετε τον άλλον, που κινδυνεύει.
Οι καλόγεροι έτρεξαν στο μέρος που τους έδειξε ο Άγιος. Έφτασαν εκεί ύστερα από ώρες ολόκληρης πορείας. Είδαν τότε οτι συνέβαινε αυτό ακριβώς, που τους είχε προειπεί ο Άγιος. Δόξασαν τον Θεό τότε για τον Άγιο Γέροντα τους.
Συνέφεραν έπειτα τον Μοναχό, που κινδύνευε να πεθάνει και γυρίσανε στο ερημητήριο του μεγάλου ασκητού σκεπτικοί. Δεν έπαψαν όμως να μονολογούν:
– Στην καθαρή και άγρυπνη καρδιά ο Θεός φανερώνει και όσα γίνονται μακριά από τα ανθρώπινα μάτια … 

Ο Μέγας Αντώνιος Και Ο Άγιος Ευλόγιος

Το διορατικό του χάρισμα φαίνεται και στο εξής γεγονός με τον Άγιο Ευλόγιο:
O Eυλόγιος έζησε στην Αλεξάνδρεια. Αυτός βρήκε κάποτε στο δρόμο ένα γέροντα λεπρό και εγκαταλελειμμένο. Δεν είχε κανένα να τον φροντίζει. Τον λυπήθηκε και σκέφθηκε να τον πάρει στο σπίτι του και εκεί να τον περιποιείται όπως και έκανε.
Ο γέροντας που είχε λέπρα ήταν στην αρχή ενθουσιασμένος και δεν είχε λόγια να τον ευχαριστεί. Ο Ευλόγιος εργαζότανε την μέρα έξω, για να μπορεί να εξοικονομεί τα προς το ζην και το βράδυ φρόντιζε τον γέροντα, με κίνδυνο, φυσικά, της ζωής του, διότι η λέπρα είναι μεταδοτική.
Μετά από καιρό μπήκε δαίμονας μέσα στο γέροντα και άρχισε τις παραξενιές. Άρχισε ο γέροντας να αναποδιάζει, να νευριάζει και να φωνάζει.
– Με αφήνεις εδώ μονάχο και συ γυρίζεις. Κάνεις τον Άγιο. Είσαι υποκριτής.
Δεν μπορούσε να τον ευχαριστήσει ο Ευλόγιος με τίποτε και να τον καταπραΰνει. Αυτή η αχαριστία και η αναποδιά του γέροντα διάρκεσε δεκαεφτά χρόνια!!! Του είχε πλέον καταστήσει την ζωή ανυπόφορη. Τότε ο Άγιος Ευλόγιος σκέφτηκε να τον παρατήσει και να τον διώξει για την αχαριστία του, ίσως διορθωνόταν.
– Δεν είναι ζωή αυτή, σκέφτηκε. Αρκετά τον φρόντισα εγώ. Θα τον παρατήσω αφού είναι αχάριστος και δεν διορθώνεται, για να βάλει μυαλό. Αλλά σκέφτηκε και κάτι άλλο σωστά.
Ας μην στηριχτώ στη γνώμη μου. Ας πάρω τη γνώμη κανενός άλλου. Για αυτό σηκώθηκε και πήγε σε ένα μοναστήρι, το οποίο θα επισκέπτετο τότε ο Μέγας Αντώνιος και τότε εκεί θα έπαιρνε την απάντηση από τον φωτισμένο Γέροντα. Δεν γνώριζε από κοντά τον Αντώνιο και πρώτη φορά θα τον έβλεπε. Εκεί ήτανε και άλλοι πολλοί, που περίμεναν τον Άγιο Αντώνιο. Να ο Αντώνιος φάνηκε που ερχόταν. Σταμάτησε όμως και φώναξε τον Ευλόγιο μέσα από το πλήθος, τον οποίον, όπως είπαμε, δεν τον είχε δει ποτέ.
– Ευλόγιε, του είπε, τι θέλεις εδώ εσύ; Τρέξε γρήγορα στη δουλειά σου, για να μην χάσης τον μισθό δεκαεφτά ετών!!!
Πράγματι! Ο Ευλόγιος γύρισε αμέσως στο σπιτάκι του και ξαναπεριποιείτο τον λεπρό γέροντα, όπως και πριν. Αλλά σε τρεις ημέρες ο γέροντας πέθανε! Και στις σαράντα ημέρες του γέροντα πέθανε και ο Ευλόγιος!!! 

Αυτή Είναι Η Ψυχή Του Αμμούν

Άλλη μια φορά, ενώ καθότανε ο Άγιος στο βουνό και συζητούσε με τους μαθητές του, είδε ξαφνικά μια ολόλευκη ψυχή να ανεβαίνει στους ουρανούς. Την στιγμή δε εκείνη γινότανε μεγάλη χαρά. Πανηγύριζαν οι Άγιοι Άγγελοι.
Σηκώθηκε αμίλητος ο Αντώνιος και κοίταζε εκστατικά τον ουρανό. Μακάριζε δε την ψυχή εκείνη, που βάδιζε, για την αιώνια χαρά του ουρανού. Παρακαλούσε δε μυστικά το Θεό να του φανερώσει σε ποιόν ανήκε η λυτρωμένη εκείνη ψυχή.
Τότε άκουσε μια φωνή από τον ουρανό, που του είπε.
– Αυτή είναι η ψυχή του Αμμούν.
Ο Αμμούν ήτανε ασκητής στην έρημο της Νιτρίας, η οποία βρισκότανε μακριά δεκατρείς ημέρες πορείας από το ερημητήριο του Αγίου Αντωνίου. Ο Αμμούν ήταν ενάρετος ασκητής και είχε μεγάλη πίστη στο Θεό. Κάποτε μάλιστα με τη δύναμη της πίστεως του είχε καταφέρει να περπατήσει πάνω στο νερό του ποταμού και να περάσει αντίπερα του, χωρίς να βραχούν διόλου τα πόδια του.
Οι μαθητές του Οσίου Αντωνίου, μόλις τον είδαν να χαίρετε και να θαυμάζει, τον ρώτησαν:
– Τι συμβαίνει; Βλέπεις τίποτα; Ακούς τίποτα;
Και ο θείος ασκητής τους είπε:
– Την ώρα αυτή πέθανε ο Αμμούν, ο συνασκητής και φίλος μου!!!
Οι μαθητές του εντυπωσιάστηκαν. Σημειώσανε όμως την ημέρα και την ώρα, που είδε ο Άγιος ξύπνιος το όραμα.
Ύστερα από τριάντα ημέρες έφθασαν στο ερημητήριο του Αγίου Αντωνίου μερικοί Μοναχοί από την Νιτρία και ανέφεραν τη μέρα και την ώρα του θανάτου του ασκητού Αμμούν.
Κατάλαβαν τότε όλοι, ότι ο Αμμούν είχε πεθάνει την ημέρα, που ο Άγιος Αντώνιος έβλεπε την ψυχή του ολόλευκη να ανεβαίνει στον ουρανό. Και όλοι, όσοι μάθανε αυτά χαιρόντανε και θαυμάζανε τον μεγάλο ασκητή και θεοφώτιστο γέροντα της ερήμου Αντώνιο. 

Διώχνει τα δαιμόνια
Με το πέρασμα των χρόνων, οι δαίμονες εξακολουθούσαν να πειράζουν τον Άγιο, αλλά δεν έλπιζαν πλέον να τον νικήσουν. Αντίθετα άρχισαν να τον φοβούνται. Η προσευχή του στο Θεό είναι πανίσχυρη, διότι η πίστη του είναι μεγάλη και η ψυχή του αγνή.
Σε ένα νέο ο διάβολος έκανε φοβερά μαρτύρια. Τον κατάντησε έτσι, ώστε να τρώει τις σάρκες του. Τον βασάνιζε πολύ σκληρά. Οι γονείς του απελπισμένοι τον έφεραν στο Μέγα Αντώνιο.
Ο Άγιος λυπήθηκε το νέο και είπε στους γονείς του, ότι θα αγρυπνήσει και θα προσευχηθεί για αυτόν, αλλά μαζί του πρέπει να αγρυπνήσουν και να προσευχηθούν κι εκείνοι.
Πράγματι κάνανε μια προσευχή πολύ κατανυκτική. Κατά τα ξημερώματα όμως αγρίεψε ο άρρωστος. Όρμησε με οργή εναντίον του Αγίου και τον έριξε κάτω. Πικράθηκαν από τη διαγωγή του παιδιού τους οι δυστυχισμένοι γονείς.
Ο πολύπαθος όμως, από τα τεχνάσματα του διαβόλου ασκητής, τους είπε:
– Μην λέτε τίποτα εναντίον του παιδιού αυτού. Δεν φταίει αυτό, αλλά ο δαίμονας, που οργίσθηκε διότι πήρε εντολή από το Θεό να βγει από μέσα του και να τα αφήσει ελεύθερο. Αυτό είναι σημάδι, ότι το δαιμόνιο βγήκε. Δοξάστε τον Θεό …
Και πράγματι το παιδί ημερωμένο έπειτα, σηκώθηκε και φιλούσε ευτυχισμένο τα χέρια του Μεγάλου Αντωνίου. Το δαιμόνιο έφυγε.

Να Καταλάβεις Και Να Σκεφτείς ( Η Φοβερά Αυτή Οπτασία)

Ο Μέγας Αντώνιος πολλές φορές σκεφτότανε, για το τέλος του ανθρώπου και τον έλεγχο των ψυχών.
Σε οπτασία του είδε μια νύχτα τους ζοφερούς δαίμονες να εμποδίζουν κάποια ψυχή από την πορεία της προς τον ουρανό. Τους είδε να κατηγορούν τη ψυχή του και να αναφέρουν ακόμη και αμαρτίες που δεν έκανε… Κατάλαβε τότε ο όσιος τι φοβερός έλεγχος περιμένει τις ψυχές των ανθρώπων μετά το θάνατο …
Μια νύχτα άκουσε μια φωνή, που τον καλούσε να βγει από το κελί του. Βγήκε τότε και είδε μπροστά του ένα φοβερό και τρομερό γίγαντα, με μαύρη απαίσια όψη. Το ύψος του έφτανε ως τα σύννεφα. Είδε ακόμη ο Άγιος και μερικές ψυχές, που ανεβαίνανε και πετούσανε προς τον ουρανό. Τέντωσε όμως τα χέρια του ο καταραμένος και τις άρπαζε. Μερικές όμως του ξέφυγαν, γιατί πετούσανε με γερά φτερά και δεν τις έφτανε. Τότε έτρεμε όλος από θυμό και οργή ο Σατανάς.
Ενώ έβλεπε αυτά, ακούστηκε μια βροντερή φωνή που έλεγε:
"Νόει και στοχάσου το βλεπόμενον"
( Δηλαδή, να καταλάβεις και να σκεφτείς αυτό που βλέπεις)
Κατάλαβε τότε εκείνος, ότι ο μεγάλος εχθρός των ψυχών, ο διάβολος, κερδίζει τις ψυχές των αμαρτωλών, όχι όμως και των ευσεβών. Κατάλαβε ακόμη, ότι η σωτηρία της ψυχής θέλει αγώνες και θυσίες. Θέλει πραότητα, πίστη, αγάπη, αρετές, κόπους, θυσίες και (την επικοινωνούσαν με τον Θεό) προσευχή…
 
Αποστομώνει τους φιλόσοφους
Όταν μετά τους αγώνες του εναντίων των Αρειανών επέστρεφε στο ερημητήριο του, συνάντησε στο δρόμο μερικούς Έλληνες φιλόσοφους, οι οποίοι θέλησαν να τον πειράξουν, επειδή δεν ήξερε γράμματα.
Ο Άγιος όμως με καθαρό και εύστροφο μυαλό, τους ρώτησε:
– Προηγείται ο νους η τα γράμματα; Ο νους βρήκε κι έφτιαξε γράμματα ή τα γράμματα φτιάξανε τον νου; Ποιο από τα δύο έγινε πρώτα;
Εκείνοι απάντησαν:
– Προηγείται ο νους. Εκείνος βρήκε και έφτιαξε γράμματα.
– Έτσι λοιπόν, όποιος έχει γερό μυαλό και πίστη στο Χριστό δεν χρειάζεται γράμματα!!! τους είπε τότε ο Άγιος.
Εκείνοι σιώπησαν. Ο εγωισμός τους χτυπήθηκε, ενώ ο ασκητής βρήκε ευκαιρία να τους κηρύξει, για το μεγαλείο της Θείας Δημιουργίας.
Εκεί καθώς προχωρούσε η συζήτησις, συγκεντρώθηκε και πλήθος κόσμου. Γύρο από τον Άγιο είχαν μαζευτεί πολλοί δαιμονισμένοι και τον παρακαλούσαν να τους θεραπεύσει. Τότε ο Άγιος είπε στους ειδωλολάτρες φιλοσόφους.
– Θέλετε να δοκιμάσετε τη δύναμη των ειδώλων σας; Να ! Εδώ γύρω μου βρίσκονται μερικοί δαιμονισμένοι. Γιατρέψτε τους, με την τέχνη σας, την μαγεία σας, τους λογισμούς σας και την πίστη σας …
Εάν δεν μπορείτε, αφήστε τους σε μένα. Έτσι θα δείτε τη δύναμη του Χριστού και συνεχίστε τότε να με ειρωνεύεστε αν θέλετε μετά από αυτό…
Οι φιλόσοφοι ομολόγησαν, πως δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο.
Ο Άγιος τότε, αφού προσευχήθηκε, σφράγισε τρεις φορές τους ασθενείς με το σημείο του Σταυρού και οι άρρωστοι γιατρεύτηκαν. Σταμάτησαν τα ουρλιαχτά και τα χτυπήματα οι δαιμονισμένοι. Έγιναν ήμεροι σαν αρνιά…
Οι φιλόσοφοι πάγωσαν. Μπήκανε σε σκέψη και απορία. Ο δε Μέγας Αντώνιος τους είπε!
– Μη θαυμάζετε και μην απορείτε. Δεν είμαι εγώ εκείνος, που έκανα το θαύμα, αλλά ο Χριστός! Πιστέψτε λοιπόν, σε Εκείνον και τότε δεν θα χρειασθούν λογικές αποδείξεις περί Θεού. Έρχεται μόνη της η απόδειξη έμπρακτα.
Οι φιλόσοφοι ασπάστηκαν στη συνέχεια με σεβασμό και αναχωρούν, για τον προορισμό τους ευχαριστημένοι. Ομολογούν ότι τους ωφέλησε πολύ η συνάντηση εκείνη με το σοφό γέροντα της ερήμου. 

Ωφέλιμος συνομιλητής

Το γεγονός ότι δεν έμαθε γράμματα δεν εμπόδισε τον Μ. Αντώνιο να είναι ένας καταπληκτικός συνομιλητής. Η θείος φωτισμός τον έκανε πανέξυπνο και συνετό. Η ασκητική του ζωή και η ασύγκριτη εγκράτεια του οδήγησαν το πνεύμα και τις σκέψεις του σε ένα καθαρό δρόμο.
Θέλοντας να παρηγορήσει ένα τυφλό μοναχό, Δίδυμο ονομαζόμενο, του έλεγε:
– Δίδυμε, μη ταράζεσαι καθόλου, γιατί έχασες τους αισθητούς οφθαλμούς σου. Αντιθέτως να χαίρεσαι, διότι έχεις ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου, με τα οποία βλέπεις το Θεό και καταλαβαίνεις το φως των λόγων Του.
Στους μαθητές του έλεγε συχνά πολύ σοφά λόγια για να τους στερεώνει στην πίστη και την αρετή:
– Μη στεναχωριέστε, για την αρετή. Κοντά σας βρίσκεται. Χρειάζεται μονάχα θέληση. Βλέπετε τους Έλληνες; Μεταναστεύουν, ταξιδεύουν, περνούν στεριές και θάλασσες, για να πλουτίσουν ή να μάθουν γράμματα! Εσείς δεν έχετε ανάγκη να ταξιδέψετε, για να κερδίσετε τη Βασιλεία του Θεού, ούτε να περάσετε θάλασσες, για την αρετή…
Όταν κάποτε είδε πως μίλησε περισσότερο τους πρέποντος με τους κοσμικούς είπε:
– Όπως το ψάρι δεν μπορεί να μείνει πολύ καιρό έξω από το νερό, έτσι και ούτε ο μοναχός μπορεί να μείνει έξω από το μοναστήρι του. Για αυτό πρέπει να πηγαίνω…
Η πείρα του, στη ζωή της ερήμου, στην ασκητική ζωή και η αφοσίωσή του στο Θεό, έφθασε στην τελειότητα. Είχε μεγάλη αυτοπειθαρχία και έκανε τρομερό έλεγχο στον εαυτό του, εάν έζησε σύμφωνα με το νόμο του Θεού.
Χαλιναγωγούσε τον εαυτό του με ασυνήθιστη αυστηρότητα.
Όπου περνάει αφήνει τον πλούτο της ψυχικής του ευφορίας να ακτινοβολήσει. Ποτέ δεν ταράζεται. Ποτέ δεν ταράζεται. Ποτέ δεν σκυθρωπιάζει. Είναι πάντα γαλήνιος. Μα σαν πρόκειται να παλέψει για την πίστη και να πολεμήσει τις αιρέσεις, φουντώνει και θεριεύει. Γίνεται υπέρμαχος της πίστεως. Γίνεται δύναμη φοβερή και τρομερή, που γκρεμίζε τις πλάνες των αιρετικών.
Ο Μέγας Αθανάσιος, για να υμνήσει την αρετή του Μέγα Αντωνίου ρωτάει:
Ποιος έρχεται λυπούμενος προς αυτόν και δεν φεύγει χαρούμενος;
Ποιος έρχεται θρηνώντας τους νεκρούς και δεν καταθέτει το πένθος του;
Ποιος έρχεται οργισμένος και δεν αναχωρεί φίλος;
Ποιος βασανισμένος και δεν αποκτά γαλήνη; 

Ο Αντώνιος σας αποχαιρετά

Ο Άγιος έφθασε μέχρι 105 χρονών. Μέχρι τότε τίποτε δεν ένοιωσε στο κορμί του. Μέχρι τότε δεν αισθάνθηκε πόνο ή πυρετό ή δυσρυθμία. Όλη του τη ζωή τη περνούσε ανάλαφρα. Οι μπόρες, τα άγρια κρύα, και οι μεγάλες ζέστες δεν τον πειράξανε. Ως τα βαθιά του γεράματα έμεινε ακμαίος και στο σώμα και στη ψυχή.
Και όταν ήρθε ο χρόνος να αποχωρισθεί η ψυχή από το βασανισμένο κορμί του, το προαισθάνθηκε. Και τις τελευταίες αυτές μέρες τις ζωής του θέλησε να τις εκμεταλλευθεί, για το καλό των μαθητών του.
Παρά τα γεράματα του επισκέφθηκε πολλά μοναστήρια και έδωσε τις τελευταίες του οδηγίες. Τους είπε πως να αγωνίζονται κατά του διαβόλου και να αποφεύγουν τους αιρετικούς.
Οι μοναχοί του έλεγαν να μη γυρίσει πίσω στην έρημο, στο ησυχαστήριο του, αλλά να μείνει κοντά τους. Ο Άγιος όμως επέστρεψε στην έρημο. Ζήτησε δε να μην μουμιοποιηθεί το σώμα του, όπως συνηθίζανε οι Αιγύπτιοι, αλλά να ταφή εκεί κοντά στην έρημο, σε σημείο που να μη το ξέρει κανένας. Δεν ήθελε μεταθανάτιες τιμές.
Λίγο προτού κλείσει τα μάτια του, λέγει στους μοναχούς, που βρίσκονται κοντά του, ότι αφήνει τον μανδύα του, στον Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος του τον είχε χαρίσει κάποτε καινούργια. Κατόπιν ο Μ. Αθανάσιος τον φορούσε πάντοτε ως φυλαχτό. Τους προβάτινους χιτώνες του τους άφησε στον μοναχό Σεραπίωνα.
Έπειτα αφού κοίταξε κατάματα τους είπε:
– Ο Αντώνιος σας αποχαιρετά και φεύγει.
Και με τα λόγια αυτά παρέδωσε την αμόλυντη ψυχή του στο Θεό. Τον έθαψαν κατά την επιθυμία του σε άγνωστο μέρος. Ο τάφος του έμεινε, πράγματι, άγνωστος. Κανείς δεν ξέρει, που τάφηκε. Ήτανε 17 Ιανουαρίου 356 μ.Χ. Έζησε στη γη 105 χρόνια.

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου