Αγία ζευγάρια ομοφυλόφιλων;

 
 
Μαρτύριο Αγίας Περπέτουας, Σατύρου, Σατουρνίνου, Σεκούνδου, Ρεουκάτου και Φιλικιτάτης
 
Αγία ζευγάρια ομοφύλων;
Αγαπητοί, κυκλοφορούν διάφορες διαστρεβλώσεις οι οποίες ψευδώς παρουσιάζουν ορισμένα άτομα της πίστεως ως ομοφυλόφιλους. Είναι λοιπόν κατάλληλο να δούμε την αλήθεια περί του θέματος και να γίνει φανερή η πονηρία των διαστρεβλωτών.
 
Δαυίδ - Ιωνάθαν
Η Βιβλική φράση καί ἡ ψυχή Ἰωνάθαν συνεδέθη τῇ ψυχῇ Δαυίδ καί ἠγάπησεν αὐτόν Ἰωνάθαν κατά τήν ψυχήν αὐτοῦ διαστρεβλώνεται ώστε να παρουσιαστεί σαρκική σχέση μεταξύ των δυο αυτών προσώπων. Ας δούμε το απόσπασμα Καί ἐγένετο ὡς συνετέλεσε λαλῶν πρός Σαούλ, καί ἡ ψυχή Ἰωνάθαν συνεδέθη τῇ ψυχῇ Δαυίδ καί ἠγάπησεν αὐτόν Ἰωνάθαν κατά τήν ψυχήν αὐτοῦ. καί ἔλαβεν αὐτόν Σαούλ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καί οὐκ ἔδωκεν αὐτόν ἐπιστρέψαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός αὐτοῦ. καί διέθετο Ἰωνάθαν καί Δαυίδ ἐν τῷ ἀγαπᾶν αὐτόν κατά τήν ψυχήν αὐτοῦ. καί ἐξεδύσατο Ἰωνάθαν τόν ἐπενδύτην τόν ἐπάνω καί ἔδωκεν αὐτόν τῷ Δαυίδ καί τόν μανδύαν αὐτοῦ καί ἕως τῆς ῥομφαίας αὐτοῦ καί ἕως τοῦ τόξου αὐτοῦ καί ἕως τῆς ζώνης αὐτοῦ. καί ἐξεπορεύετο Δαυίδ, ἐν πᾶσιν, οἷς ἀπέστειλεν αὐτόν Σαούλ, συνῆκε· καί κατέστησεν αὐτόν Σαούλ ἐπί τούς ἄνδρας τοῦ πολέμου, καί ἤρεσεν ἐν ὀφθαλμοῖς παντός τοῦ λαοῦ καί γε ἐν ὀφθαλμοῖς δούλων Σαούλ. Όταν ο Δαυίδ τελείωσε την συνομιλία του με τον Σαούλ, η ψυχή του Ιωνάθαν συνδέθηκε με φιλία με την ψυχή του Δαυίδ. Ο Ιωνάθαν τον αγάπησε όπως και τον εαυτό του. Πήρε ο Σαούλ τον Δαυίδ κατά την ημέρα εκείνη μαζί του και δεν τον άφησε να επιστρέψει στην οικογένεια του πατέρα του. Ο Ιωνάθαν συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Δαυίδ και τον αγαπούσε όπως τον εαυτό του. Έδωσε το επανωφόρι του, τον στρατιωτικό μανδύα του, την ρομφαία, το τόξο του και την ζώνη του στον Δαυίδ. Ο Δαυίδ αναλάμβανε προθύμως κάθε στρατιωτική επιχείρηση στην οποία τον έστελνε ο Σαούλ. Την έφερε πάντοτε εις πέρας και για αυτό ο Σαούλ τον διόρισε αρχηγό του στρατού.  
Καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν πρὸς Δαυίδ· Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ εἶδεν, ὅτι ἀνακρινῶ τὸν πατέρα μου ὡς ἂν ὁ καιρὸς τρισσῶς, καὶ ἰδοὺ ἀγαθὸν ᾖ περὶ Δαυίδ, καὶ οὐ μὴ ἀποστείλω πρός σε εἰς ἀγρόν· τάδε ποιήσαι ὁ Θεὸς τῷ Ἰωνάθαν καὶ τάδε προσθείη, ὅτι ἀνοίσω τὰ κακὰ ἐπὶ σὲ καὶ ἀποκαλύψω τὸ ὠτίον σου καὶ ἐξαποστελῶ σε καὶ ἀπελεύσῃ εἰς εἰρήνην· καὶ ἔσται Κύριος μετὰ σοῦ, καθὼς ἦν μετὰ τοῦ πατρός μου. καὶ ἐὰν μὲν ἔτι μου ζῶντος καὶ ποιήσεις ἔλεος μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ ἐὰν θανάτῳ ἀποθάνω, οὐκ ἐξαρεῖς ἔλεός σου ἀπὸ τοῦ οἴκου μου ἕως τοῦ αἰῶνος· καὶ εἰ μή, ἐν τῷ ἐξαίρειν Κύριον τοὺς ἐχθροὺς Δαυὶδ ἕκαστον ἀπὸ τοῦ προσώπου τῆς γῆς εὑρεθῆναι τὸ ὄνομα τοῦ Ἰωνάθαν ἀπὸ τοῦ οἴκου Δαυίδ, καὶ ἐκζητῆσαι Κύριος ἐχθροὺς τοῦ Δαυίδ. καὶ προσέθετο ἔτι Ἰωνάθαν ὀμόσαι τῷ Δαυίδ, ὅτι ἠγάπησε ψυχὴν ἀγαπῶντος αὐτόν. Α Βασ. 20,12-17. Είπε ο Ιωνάθαν στον Δαυίδ θα δω τις προθέσεις του πατέρα μου και εάν έχει αγαθές διαθέσεις προς εσένα δεν θα στείλω κάποιον να σε ειδοποιήσει ειδάλλως θα προσπαθήσω να σε φυγαδεύσω. Ο Θεός να με τιμωρήσει αν δεν ενεργήσω έτσι, ο Κυριος θα είναι μαζί σου όπως ήταν και με τον πατέρα μου πριν. Οταν όμως γίνεις βασιλιάς και ζω θα δείξεις καλοσύνη προς εμένα, εάν έχω πεθάνει να μην στερήσεις από τους απογόνους μου την καλοσύνη ακόμη και όταν ο Κυριος απομακρύνει κάθε εχθρό σου. Είθε ο Κύριος  να τιμωρήσει τους εχθρούς του Δαυίδ. Ο Ιωνάθαν ορκίστηκε προς τον Δαυίδ ότι τον αγαπάει όπως τον εαυτό του.
Οι διαστρεβλωτές βασίζονται στην πονηρία και στην μη γνώση της Bιβλικής γλώσσας από τους αναγνώστες τους οπότε προσπαθούν με ψεύδη να παρουσιάσουν όπως βολεύει στις επιδιώξεις τους τις φράσεις της Βίβλου. Αντιθέτως με τα ψεύδη των διαστρεβλωτών η αλήθεια είναι ότι η περί Δαυΐδ και Ιωνάθαν φράση ἡ ψυχή Ἰωνάθαν συνεδέθη τῇ ψυχῇ Δαυίδ σημαίνει ότι ο Ιωνάθαν έγινε καλός φίλος του Δαυίδ ή αλλιώς έγινε φίλος ἴσος τῇ ψυχῇ Δαυίδ. Ας δούμε ένα απόσπασμα το οποίο θα μας βοηθήσει να εννοήσουμε την φρασεολογία της Βίβλου περί του θέματος γνήσια φιλία. Ἐάν δέ παρακαλέσῃ σε ὁ ἀδελφός σου ἐκ πατρός σου ἢ ἐκ μητρός σου ἢ ὁ υἱός σου ἢ ἡ θυγάτηρ ἢ ἡ γυνή σου ἡ ἐν κόλπῳ σου ἢ φίλος ἴσος τῇ ψυχῇ σου λάθρα λέγων· βαδίσωμεν καί λατρεύσωμεν θεοῖς ἑτέροις, οὓς οὐκ ᾔδεις σύ καί οἱ πατέρες σου. Δευτ. 13,7. Εάν δε ακόμη και αυτός ο αδελφός σου, ο γιος σου, η κόρη σου, η σύζυγος που κρατάς στην αγκαλιά σου, ή ο ισόψυχος φίλος σου, σου πει κρυφά πάμε να λατρεύσουμε άλλους θεούς... . Εδώ αρχικά βλέπουμε διάφορους βαθμούς συγγένειας, αδελφός γιος κόρη σύζυγος, και τέλος έχουμε την περιγραφή γνήσιου φίλου, φίλος ίσος τη ψυχή σου. Οι φράσεις ἡ ψυχή Ἰωνάθαν συνεδέθη τῇ ψυχῇ Δαυίδ και φίλος ἴσος τῇ ψυχῇ είναι πανομοιότυπες. Περιγράφουν ισόψυχο φίλο, συνιστούν την γλώσσα της Βίβλου ώστε να δείξει γνήσια φιλία και καμία σχέση δεν έχουν με περιγραφή σαρκικής φύσεως.
Ας δούμε τώρα κάποια λεχθέντα των παιδιών του Αβραάμ. Νῦν οὖν ἐάν εἰσπορεύωμαι πρός τόν παῖδά σου, πατέρα δέ ἡμῶν, καί τό παιδίον μή ᾖ μεθ᾿ ἡμῶν, ἡ δέ ψυχή αὐτοῦ ἐκκρέμαται ἐκ τῆς τούτου ψυχῆς, καί ἔσται ἐν τῷ ἰδεῖν αὐτόν μή ὂν τό παιδίον μεθ᾿ ἡμῶν, τελευτήσει. Γεν. 44,30-31. Εάν παρουσιαστώ στον πατέρα μας τον Αβραάμ και του πω ότι ο Βενιαμίν δεν είναι μαζί μας, τότε επειδή η ψυχή του κρέμεται από την ψυχή αυτού, εκείνος θα πεθάνει αμέσως. 
Ο Αβραάμ αγαπάει τον Βενιαμίν όχι απλώς "κατά την ψυχήν αυτού" αλλά υπέρ την ψυχήν αυτού, ἡ δέ ψυχή αὐτοῦ ἐκκρέμαται ἐκ τῆς τούτου ψυχῆς -- ἠγάπησεν αὐτόν Ἰωνάθαν κατά τήν ψυχήν αὐτοῦ. Έτσι εάν πουν στον Αβραάμ ότι δεν θα επιστρέψει ο Βενιαμίν, τότε αυτός θα πεθάνει από την στεναχώρια του. Ας περάσουμε τώρα στην Σοφία Σειράχ. Μὴ ἐπιλάθῃ φίλου ἐν τῇ ψυχῇ σου, καὶ μὴ ἀμνημονήσῃς αὐτοῦ ἐν τοῖς χρήμασί σου. Σοφ. Σειρ. 37,6. Μην βγάζεις από την ψυχή σου τον φίλο σου και μην τον λησμονήσεις όταν αποκτήσεις χρήματα. Εδώ παρατηρούμε την λησμονιά από την ψυχή ή αλλιώς την εξαγωγή από την ψυχή. Ο τάδε βάζει στην ψυχή του τον δείνα και μόλις πλουτίσει τον βγάζει ή στην αντίθετη πλευρά δεν τον βγάζει ποτέ, δεν τον ξεχνάει ποτέ. Αυτές οι φράσεις δεν σημαίνουν ότι ο τάδε και ο δείνα ήταν ερωτικοί σύντροφοι και μόλις ο τάδε πλούτισε άφησε τον δείνα για άλλον ή έμεινε πιστός αντίστοιχα αλλά συνιστούν την φρασεολογία της Βίβλου ώστε να περιγραφεί μια μη σαρκική σχέση η οποία ήταν ή δεν ήταν γνήσια φιλία. Αυτός που ξέχασε τον φίλο του μόλις πλούτισε δεν ήταν φίλος ἴσος τῇ ψυχῇ με τον άλλον, δεν είχε "συνδεθεί η ψυχή του" με τον φίλο του, δεν τον "είχε αγαπήσει κατά την ψυχήν" του, δεν "κρεμόταν η ψυχή αυτού εκ της τούτου ψυχής".
Ηγάπησεν αὐτόν Ἰωνάθαν κατά τήν ψυχήν αὐτοῦ.
Η ψυχή Ἰωνάθαν συνεδέθη τῇ ψυχῇ Δαυίδ.
Η δέ ψυχή αὐτοῦ ἐκκρέμαται ἐκ τῆς τούτου ψυχῆς.
Φίλος ἴσος τῇ ψυχῇ σου.
Μὴ ἐπιλάθῃ φίλου ἐν τῇ ψυχῇ σου.
Οι φράσεις: ἡ ψυχή [του τάδε] συνεδέθη τῇ ψυχῇ [του δείνα] -- [ο τάδε είναι] φίλος ἴσος τῇ ψυχῇ [του δείνα] -- μὴ ἐπιλάθῃ [του τάδε] φίλου ἐν τῇ ψυχῇ σου -- ἡ δέ ψυχή [του τάδε] ἐκκρέμαται ἐκ τῆς [του δείνα] ψυχῆς -- ἠγάπησεν [ο τάδε] κατά τήν ψυχήν αὐτοῦ [τον δείνα] -- [ο τάδε] ἠγάπησε ψυχὴν [του δείνα] είναι ίδιου ύφους και συνιστούν την φρασεολογία της Βίβλου ώστε να περιγραφεί μια μη σαρκική σχέση και όχι κάποια αμαρτωλή κατάσταση η οποία ως ρητώς απαγορευμένη ως προς τον Δαυίδ και Ιωνάθαν θα περιγραφόταν με εντελώς διαφορετικό τρόπο και όχι με τις συνήθεις φράσεις της Βίβλου περί φιλίας. Η υποχρέωση προσφοράς προς τον συνάνθρωπο απαιτεί αφενός να παρουσιαστεί η αλήθεια και αφετέρου η γνήσια γνώση ώστε αυτός να ωφεληθεί και όχι να πλασάρονται στον αδελφό ψεύδη και διαστρεβλώσεις με απώτερο σκοπό τα πράγματα να παρουσιαστούν όπως βολεύει ώστε δικαιολογηθεί με το ζόρι μια κατάσταση.
 
Υπέρ αγάπησιν γυναικών 
Για τα δυο αυτά πρόσωπα υπάρχει και ένα λεχθέν το οποίο από αρχαίων χρόνων διαστρεβλώνουν ή λοιδορούν οι πολέμιοι, είναι το εξής: πῶς ἔπεσαν δυνατοὶ ἐν μέσῳ τοῦ πολέμου· Ἰωνάθαν ἐπὶ τὰ ὕψη σου τραυματίας. ἀλγῶ ἐπὶ σοί, ἀδελφέ μου Ἰωνάθαν· ὡραιώθης μοι σφόδρα, ἐθαυμαστώθη ἡ ἀγάπησίς σου ἐμοὶ ὑπὲρ ἀγάπησιν γυναικῶν. πῶς ἔπεσαν δυνατοὶ καὶ ἀπώλοντο σκεύη πολεμικά; Β Βασ. 1,25-26. Πως έπεσαν οι δυνατοί αυτοί ήρωες στον πόλεμο! Ο Ιωνάθαν στα υψηλά μέρη του όρους Γελβουέ σκοτώθηκε. Αδελφέ μου Ιωνάθαν πονώ για τον θάνατό σου. Υπήρξες για εμένα το ωραιότερο πρόσωπο. Σε αγάπησα περισσότερο από όσο είναι δυνατόν να αγαπηθεί μία γυναίκα. Πως έπεσαν οι δυνατοί, πως χάθηκαν τα ένδοξα πολεμικά τους όπλα.
Εδώ σε αυτά τα λεχθέντα η πρόταση ὑπὲρ ἀγάπησιν γυναικῶν δεν εννοεί σε αγάπησα ερωτικά παραπάνω από γυναίκες αλλά δηλώνει ότι η φιλία μας ήταν τόσο δυνατή που ξεπερνούσε τον δεσμό μεταξύ ανδρός και γυναικός. Το λεχθέν είναι μια εικόνα σύγκρισης και όχι δηλωτικό ερωτικής σχέσεως. Το ότι δεν εννοείται αυτό που οι διαστρεβλωτές προσπαθούν να πλασάρουν γίνεται φανερό και από το ότι αυτά τα λόγια είναι από ένα τραγούδι, είναι ένα παραδοσιακό τραγούδι που εξιστορεί κάποια πολεμικά γεγονότα. Οπότε θα ήταν αδύνατον να υπάρχει τραγούδι το οποίο θα εξυμνεί κάτι που δεν είναι αποδεκτό από την διδαχή. Καὶ ἐθρήνησε Δαυὶδ τὸν θρῆνον τοῦτον ἐπὶ Σαοὺλ καὶ ἐπὶ Ἰωνάθαν τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ εἶπε τοῦ διδάξαι τοὺς υἱοὺς Ἰούδα· ἰδοὺ γέγραπται ἐπὶ βιβλίου τοῦ εὐθοῦς. Β' Βασ. 1,17-18. Συνέθεσε ο Δαυίδ θλιβερό τραγούδι μοιρολόι για τον Σαούλ και τον γιο του Ιωνάθαν. Διέταξε δε να διδαχθούν αυτό το θρηνώδες άσμα και να το μάθουν όλοι οι της φυλής Ιούδα. Αυτό το μοιρολόι έχει καταγραφεί στο ποιητικό βιβλίο που λέγεται Βιβλίο του Δίκαιου. Η διαστρέβλωση των συγκεκριμένων λόγων δεν είναι νέα. Παλαιότερα λόγω του γεγονότος ότι η εποχή δεν μπορούσε να υποστηρίξει διαστρεβλώσεις τέτοιου ύφους, οι διάφοροι πολέμιοι απλώς διακωμωδούσαν την φράση. Στον Θεοδώρητο, 393-457μΧ, γίνεται η εξής ερώτηση: Τινές κωμωδούσι το περί του Ιωνάθαν ειρημένον, Επέπεσεν η αγάπη σου επ' εμέ, ως η αγάπη των γυναικών. Απάντηση: Ως ἠλίθιοι τούτο πάσχουσιν. Έδει γαρ αυτούς συνιδείν, ως δείξαι βουληθείς της φιλοστοργίας το θερμόν και γνήσιον, την εικόνα παρήγαγε. Τοσαύτη γαρ εστί του ανδρός η περί την γυναίκα διάθεσις, ως τον περί του γάμου νόμον ειπείν, "Αντί τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού, και την μητέρα αυτού, και προσκολληθήσεται προς την γυναίκαν αυτού, και έσονται οι δυο εις σάρκα μιαν. Τούτο και ο Ελκανά δεδήλωκε την Άνναν ψυχαγωγών "ουκ αγαθός γαρ εγώ, έφη, υπέρ δέκα τέκνα;" Ώσπερ τοίνυν τους νόμω γάμου συνελθόντας η συνάφεια σάρκα μιαν αποτελεί, ούτω των ειλικρινώς αγαπώντων ενοί τας ψυχάς η διάθεσις.
 
Πολύευκτος και Νέαρχος
Οι άγιοι μάρτυρες Πολύευκτος και Νέαρχος έχουν πέσει θύματα των διαστρεβλωτών οι οποίοι με χονδροειδή ψεύδη προσπαθούν να παρουσιάσουν τους αγίους όπως τους βολεύει. Περί των δυο μαρτύρων ας δούμε τι μας μεταφέρει ο άγιος Συμεών ο Μεταφραστής. Η διήγηση ξεκινώντας αναφέρει: Νέαρχος και Πολύευκτος, στρατιώται μεν το επιτήδευμα, ούτω δε φιλία προς αλλήλους συνδεδεμένοι, ως πολλώ πλέον αίματος τε και συγγενείας, εκ της κατά πόθον ακριβούς ομονοίας συνηρμόσθαι αυτών τας ψυχάς, εκάτερον τε εκατέρου σώματι ζην όλως ή και αναπνείν οίεσθαι. Σε εδώ τα λόγια υπάρχει ίδιο νόημα με αυτό που συναντήσαμε προηγουμένως στον Δαυίδ. Οι φράσεις δεν είναι δηλωτικές σαρκικού έρωτα. Η διήγηση συνεχίζοντας αναφέρει ότι ο Νέαρχος ήταν Χριστιανός ενώ ο Πολύευκτος όχι. Ην δε ο μεν Νέαρχος Χριστιανός, και πιστός, και περί την ευσέβειαν ακριβής. Πολύευκτος δε ο καλός την μεν θρησκείαν έλλην, και ούπω τω φέγγει της αληθείας περιλαμφθείς, νουν δε τον ακριβή Χριστιανόν αποσώζων, και αρετή κομών, και ελαία μεν κατάκαρπος ως, το δε εν οίκω Θεού είναι μόνον έτι λειπομενος. Μπορεί να μην ήταν Χριστιανός αλλά είχε νου και διαγωγή Χριστιανού. Το μόνο που έμενε ήταν να βαπτιστεί. Εδώ παρατηρούμε ότι ο άγιος Νέαρχος ήταν πιστός και μάλιστα ακριβής περί την πίστη. Δηλαδή δεν έκανε καθόλου εκπτώσεις από την διδαχή, πόσο μάλλον να παραβαίνει σημαντικές διδαχές οι οποίες ομιλούν καθαρά περί αρσενοκοιτίας και τον αποκλεισμό εκ της Ουρανίου Βασιλείας εξ αυτής. Η διήγηση συνεχίζει με την όραση του Χριστού από τον Πολύευκτο, Είδον γαρ εγώ τον Χριστόν, ον συ προσκυνείς, προσελθόντα μοι, και τουτί μεν το πιναρόν ιμάτιον ο περιβέβλημαι αποδύσαντά με, ετέραν δε τινά στολήν μάλα τιμίαν -τις αν εκείνης είποι το κάλλος και την φαιδρότητα;- αμφιάσαντα, έπειτα δε μοι και ίππον εγχειρήσαντα πτερωτόν. Αλλά τοιαύτη μεν όψις ην ο θείος Πολύευκτος είδε, έλεγε δε εις κενόν ουδαμώς, αλλά το μέλλον ακριβώς εικόνιζεν. Η γαρ αμφιθείσα καλλίστη εκείνη στολή την από του χείρονος επί τα κρείττω μεταβολήν από της επί γης στρατιάς εις την επουράνιον και θείαν στρατολογίαν, καθ' ην ο μάρτυς τω μαρτιρικώ χορώ συνάπτεσθαι μέλλοι, ο δε γε πτηνός ίππος, τι αν έτερον είχε δηλούν ή την ταχείαν από της εκείνου προς ουρανούς ανάβασιν; Ταύτα ακούσαντα Νέαρχον ησθήναι τε και ευφροσύνης γενόμενον, Τον Χριστόν, ειπείν, έγνως; τον Χριστόν, Πολύευκτε, τον αληθή όντως Θεόν; Τον δε προς ταύτα, Πότε δε, φάναι, τούτον αγνόησα; Ή πότε, σου περί αυτού λέγοντος, τρόμος ουκ εισέδυ μου την ψυχήν; Ή αναγινώσκοντος, ουκ εν θαύματι ποιούμενος ήν τοις λόγοις; μόνου γαρ εδεόμην ονόματος, έπειτα άλλα δε τη διαθέσει Χριστιανός ήν, και εις δουλείαν έσπευδον εμαυτόν εντάξαι τω Δεσπότη Χριστώ, πολλά χαίρειν ειπών ταις ματαίαις των ειδώλων λατρείαις. Τι ουν πράττομεν ω Νέαρχε; τι δε μη φανερώς επιδείκνυμεν της εις Χριστόν ομολογίαν; Και ο Νέαρχος ασμένως ταύτα δεξάμενος; Και ώσπερ απογυμνών εαυτών και ανακαλύπτων. Αλλ' εμοί, έφη, Πολύευκτε, ου πλούτος, ου δόξα, ου στρατιωτικόν όλως αξίωμα, ουδέν άλλο των του κόσμου της εν Χριστώ ζωής προτιμότερον, ταύτης γαρ εφίεμαι μόνης, τα δ' άλλα μικρά μοι και του μηδενός εισίν άξια. Ο άγιος Πολύευκτος είχε διαγωγή κατά Χριστόν και ήταν στις πράξεις Χριστιανός, όπως λέει ποτέ δεν αγνόησε τον Θεό. Από αυτή του την διαγωγή αξιώνεται να δει τον Χριστό ο οποίος του δίδει την στολή της εισαγωγής στην Βασιλεία και δια τύπου, πτερωτός ίππος, του φανερώνει ότι πρόκειται συντόμως να μαρτυρήσει για την πίστη και να ανέλθει στα ουράνια. Τους αγίους δεν ενδιαφέρουν ούτε η κοσμική δόξα ούτε οι κοσμικές ηδονές, πολλώ δε μάλλον δεν τους ενδιαφέρει η αμαρτία. Συνεχίζοντας η διήγηση αναφέρει ότι ο Φίλικας πεθερός του Πολύευκτου, προσπάθησε να τον μεταπείσει μεταξύ άλλων λέγοντας του να μην μαρτυρήσει έως ότου δει την γυναίκα του. Η απάντηση του αγίου είναι η εξής, Ποία δε, είπεν ο άγιος, γυναικός έτι και τέκνων έμοιγε φροντίς, ος ουδενός των ανθρωπίνων ουκέτι νυν επιστρέφομαι, περί τα ουράνια τε και άφθαρτα μόνα την διάνοιαν έχων; Από ότι είναι εμφανές για αυτό που ενδιαφέρεται ο άγιος είναι η εν Χριστώ ζωή και τα ουράνια όχι κάτι από τα ανθρώπινα, πολύ περισσότερο λοιπόν δεν τον ενδιαφέρουν οι αμαρτίες. Εν συνεχεία η γυναίκα του Παυλίνα προσπαθεί να τον πείσει ώστε να αρνηθεί τον Χριστό, Ω τι πέπονθας, Πολύευκτε; πως δε και απάτη προήχθης τους δώδεκα ημών συντρίψας θεούς; Ο άγιος απαντάει ότι πρέπει να γνωρίσει και εκείνη τον αληθινό Θεό και με την ομολογία πίστεως να κερδίσει τα αιώνια. Ει μόνος, εγώ, έφη, τους δώδεκά σου θεούς νενίκηκα, και συνέτριψα, ιδού θεών πάντως γέγοντας ενδεής, δεύρο ουν μοι, Παυλίνα, και γνωρίσω σοι Θεόν αληθή, ον αυτή προσκυνήσαι, και της βραχείας ταύτης ζωής την αιωνίαν αλλάξασθαι σπούδασον. Ο Πολύευκτος καθώς οδηγείται στο μαρτύριο λέει στον Νέαρχο, προσβλέψας αυτώ, ω Νέαρχε, υγίαινε, λέγεις, και μέμνησο μου των συνθηκών. Ταύτην γενναίως συ την φωνήν, οιόν τι τελευταίον δώρημα τω φίλω καταλιπών, προς το ξίφος εχώρεις, και τον δι' αυτού θάνατον προθύμως υπέρχη. Ο Πολύευκτος δεν ενδιαφέρεται για τα ανθρώπινα αλλά έχει την διάνοια στα ουράνια. Αυτό δεν ήταν μόνο την στιγμή του μαρτυρίου αλλά και πριν διότι ο άγιος είχε διαγωγή κατά Χριστόν, νουν δε τον ακριβή Χριστιανόν αποσώζων. Ομοίως και ο άγιος Νέαρχος ενδιαφέρεται για τα ουράνια και όχι για τα σαρκικά. Όπως και ο άγιος Πολύευκτος πολύ πριν από το μαρτύριο ακολουθεί πιστά τις εντολές διότι ήταν περί την ευσέβειαν ακριβής. Η κινητήριος δύναμη όλων όσων συμβαίνουν είναι η αγάπη των αγίων προς τον Χριστό και τις εντολές του. Είναι λοιπόν φανερό ότι τα περί σαρκικής σχέσεως τα οποία διαδίδονται για τους δυο αγίους μάρτυρες είναι όχι απλώς αναληθή αλλά αποτέλεσμα πονηρού σχεδιασμού ο οποίος αποβλέπει στην παραπλάνηση του συνανθρώπου. 
 
Χριστός Ιωάννης
Από τον διεστραμμένο νου δεν ξέφυγε ούτε ο... Θεός!
Η ευαγγελική ρήση ἦν δέ ἀνακείμενος εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ἐν τῷ κόλπῳ τοῦ Ἰησοῦ, ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς· Ιω. 13,23 διαστρεβλώνεται και αυτό που πλασάρεται είναι η "τρυφερή" σχέση Ιησού και Ιωάννη. Αυτό εξάγεται επειδή ο Ιωάννης αναφέρει ότι ήταν ο ηγαπημένος μαθητής ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς και από το ότι μόλις άκουσε ότι κάποιος θα προδώσει τον Χριστό έγειρε στο στήθος του ἐν τῷ κόλπῳ τοῦ Ἰησοῦ. Προσθέτοντας στα προηγούμενα "επιχειρήματα" των διαστρεβλωτών και τις ανοησίες περί Ιησού και Ιωάννη, είναι άμεσα εμφανές ότι η όλη επιχειρηματολογία περί ομοφυλοφιλίας Αγίων προσώπων βασίζεται σε χονδροειδή ψεύδη, σε παιδαριώδεις διαστρεβλώσεις, σε απόκρυψη της αληθείας με απώτερο σκοπό, σε λογική πλάνη, σε αυθαίρετη εξαγωγή συμπερασμάτων, σε συνειδητή παραπλάνηση ώστε να παρασυρθεί ο συνάνθρωπος. Ο διαστρεβλωτής προφανώς θα σκέφτηκε ότι έπεσε ο Ιωάννης στο στήθος του Χριστού και αυτά δεν τα κάνει κάποιος άντρας. Ή σκέφτηκε, Τι; τον αγαπούσε λέει; άρα είναι γκέι. Τι διαφορά έχει στην σκέψη του ο πονηρός διαστρεβλωτής από έναν τον οποίο θα κατηγορήσει για ομοφοβία; Όπως και ο κάθε άνθρωπος ομοίως και οι απόστολοι είχαν τον δικό τους τρόπο και χαρακτήρα. Έτσι όταν άκουσαν οι απόστολοι τον Χριστό να τους λέει ότι πρόκειται να τον προδώσει ένας μαθητής ή να τους λέει ότι πρόκειται να τον σκοτώσουν οι Φαρισαίοι τότε: ο Θωμάς είπε πάμε να πεθάνουμε μαζί του, ο Πέτρος έκανε την πασίγνωστη κίνηση και σήκωσε σπαθί, ο Ιωάννης αγκάλιασε τον Χριστό και ομοίως ο κάθε ένας απόστολος και μαθητής όλων των αιώνων είχε και έχει τον δικό του χαρακτήρα και αναλόγως έπραττε και πράττει. 
Εἶπεν οὖν Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος τοῖς συμμαθηταῖς· ἄγωμεν καί ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ᾿ αὐτοῦ. Ιω. 11,16. Τότε ο Θωμάς ο οποίος στην Ελληνική λέγεται Δίδυμος είπε στους άλλους μαθητές, "ας πάμε και εμείς εκεί όπου περιμένουν οι εχθροί του να τον σκοτώσουν για να πεθάνουμε μαζί του". Είναι η πρώτη φορά που κάποιος λέει ότι θέλει να πεθάνει με τον Χριστό. 
Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με. ἔβλεπον οὖν εἰς ἀλλήλους οἱ μαθηταί, ἀπορούμενοι περὶ τίνος λέγει. ἦν δὲ ἀνακείμενος εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ἐν τῷ κόλπῳ τοῦ Ἰησοῦ, ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς· νεύει οὖν τούτῳ Σίμων Πέτρος πυθέσθαι τίς ἂν εἴη περὶ οὗ λέγει. ἐπιπεσὼν δὲ ἐκεῖνος ἐπὶ τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ λέγει αὐτῷ· Κύριε, τίς ἐστιν; ἀποκρίνεται ὁ Ἰησοῦς· ἐκεῖνός ἐστιν ᾧ ἐγὼ βάψας τὸ ψωμίον ἐπιδώσω. καὶ ἐμβάψας τὸ ψωμίον δίδωσιν Ἰούδᾳ Σίμωνος Ἰσκαριώτῃ. Ιω. 13,21-26. Ο Χριστός είπε σας αποκαλύπτω ότι ένας από σας θα με παραδώσει. Κοίταζαν τότε με ανησυχία ο ένας τον άλλο οι μαθητές και ήταν σε απορία για ποιόν μιλάει. Την ώρα εκείνη είχε γείρει στο στήθος του Ιησού ένας από τους μαθητές του ο Ιωάννης τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς. Έκανε ο Πέτρος νόημα στον Ιωάννη να ρωτήσει ποιος είναι αυτός που θα τον προδώσει. Αφού έπεσε με ευλάβεια ο Ιωάννης στο στήθος του Ιησού τον ρώτησε, Κύριε ποιος είναι; Ο Ιησούς είπε είναι εκείνος στον οποίο θα δώσω ψωμί βουτηγμένο στον ζωμό και αφού βούτηξε στο πιάτο ένα κομμάτι ψωμί το έδωσε στον Ιούδα.

Σέργιος και Βάκχος
Δείτε σχετική ανάρτηση περί του θέματος κάνοντας κλικ εδώ

Περπέτουα και Φιλικητάτη
Οι διαστρεβλωτές διαδίδουν ψεύδη λέγοντας ότι η Περπέτουα προ του μαρτυρίου της είδε σε όραμα ότι ξεντύθηκε "και έγινε άντρας" ενώ στο τέλος και οι δύο γυναίκες δοξάστηκαν ως "ανδριώτατοι …; στρατιώται εκλεκτοί". Η αγία Περπέτουα είδε ένα όραμα το οποίο ήταν προάγγελος της νίκης της εναντίων του Διαβόλου. Στο όραμα αυτό βρέθηκε εντός μιας αρένας και εκεί μονομάχησε με τον Διάβολο τον οποίο νίκησε. Όταν αναφέρει έγινα άνδρας εννοεί ότι απέκτησε την σωματική δύναμη ανδρός και όχι ότι έγινε άνδρας επειδή δεν της άρεσε που ήταν γυναίκα. Πρό μιᾶς οὖν τοῦ θηριομαχεῖν ἡμᾶς, βλέπω ὅραμα τοιοῦτον .... καί ἰδού βλέπω πλεῖστον ὄχλον ἀποβλέποντα τῇ θεωρίᾳ σφόδρα· κἀγὼ ἥτις εἶδον πρός θηρία με καταδικασθεῖσαν ἐθαύμαζον ὅτι οὐκ ἔβαλλόν μοι αὐτά. καί ἦλθεν πρός με Αἰγύπτιός τις ἄμορφος τῷ σχήματι μετά τῶν ὑπουργούντων αὐτῷ μαχησόμενός μοι. καί ἔρχεται πρός με νεανίας τις εὐμορφώτατος τῷ κάλλει ἐξαστράπτων, καί ἕτεροι μετ᾿ αὐτοῦ νεανίαι ὡραῖοι, ὑπηρέται τε σπουδασταί ἐμοί. καί ἐξεδύθην καί ἐγενήθην ἄρρην· καί ἤρξαντο οἱ ἀντιλήμπτορές μου ἐλαίῳ με ἀλείφειν, ὡς ἔθος ἐστίν ἐν ἀγῶνι·. Η δε φράση "ανδριώτατοι" και "στρατιώτες εκλεκτοί" δεν περιγράφουν τις αγίες και δη ότι είναι "άνδρες", αλλά είναι σχόλια του συγγραφέα τα οποία εξυμνούν γενικώς τους μάρτυρες Χριστού. Εδώ δηλαδή έχουμε ένα εγκώμιο το οποίο απευθύνεται γενικώς στους μάρτυρες όμοιο με το αν αναφερόταν σήμερα η φράση "δοξασμένοι μάρτυρες Χριστού", είναι γενικός έπαινος και συμπεριλαμβάνει άνδρες γυναίκες και παιδιά. Ὦ ἀνδριώτατοι καί μακαριώτατοι μάρτυρες καί στρατιῶται ἐκλεκτοί, εἰς δόξαν Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ κεκλημένοι. πῶς μεγαλύνωμεν ὑμᾶς ἢ μακαρίσωμεν, γενναιότατοι στρατιῶται; οὐχ ἧσσον τῶν παλαιῶν γραφῶν, ἃ εἰς οἰκοδομήν ἐκκλησίας ἀναγινώσκεσθαι ὀφείλει ἡ πανάρετος πολιτεία τῶν μακαρίων μαρτύρων δι᾿ ὧν δόξαν ἀναπέμπομεν τῷ πατρί τῶν αἰώνων, ἅμα τῷ μονογενεῖ αὐτοῦ υἱῷ τῷ κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ σύν ἁγίῳ πνεύματι· ᾧ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ἀμήν.
 
Ακολουθεί η διήγηση η οποία είναι ωφέλιμη και διαβάζοντάς την κάποιος θα κατανοήσει ότι όσα λένε οι διαστρεβλωτές είναι απλώς πονηρά εφευρήματα.
 
Μαρτύριον τῆς ἁγίας Περπετούας καί τῶν σύν αὐτῇ τελειωθέντων ἐν Ἀφρικῇ

Ἐπί Οὐαλεριάνου καί Γαλιηνοῦ διωγμός ἐγένετο, ἐν ᾧ ἐμαρτύρησαν οἱ ἅγιοι Σάτυρος, Σατουρνῖλος, Ῥεουκάτος, Περπετούα, Φηλικητάτη, νόναις Φευρουαρίαις.

Εἰ τά παλαιά τῆς πίστεως δόγματα, καί δόξαν θεοῦ φανεροῦντα καί οἰκοδομήν ἀνθρώποις ἀποτελοῦντα, διά τοῦτό ἐστιν γεγραμμένα, ἵνα τῇ ἀναγνώσει αὐτῶν ὡς παρουσίᾳ τῶν πραγμάτων χρώμεθα καί ὁ θεός δοξασθῇ, διατί μή καί τά καινά παραδείγματα, ἅτε δή ἑκάτερα ἐργαζόμενα ὠφέλειαν, ὡσαύτως γραφῇ παραδοθείη; ἢ γάρ τά νῦν πραχθέντα οὐ τήν αὐτήν παρρησίαν ἔχει, ἐπεί δοκεῖ πως εἶναι τά ἀρχαῖα σεμνότερα; πλήν καί ταῦτα ὕστερόν ποτε γενόμενα παλαιά, ὡσαύτως τοῖς μεθ᾿ ἡμᾶς γενήσεται καί ἀναγκαῖα καί τίμια. ἀλλ᾿ ὄψωνται οἵτινες μίαν δύναμιν ἑνός ἁγίου πνεύματος κατά τάς ἡλικίας κρίνουσι τῶν χρόνων· ὅτε δή δυνατώτερα ἔδει νοεῖσθαι τά καινότερα, ὡς ἔχοντα αὐξανομένης τῆς χάριτος τῆς εἰς τά τέλη τῶν καιρῶν ἐπηγγελμένης. Ἐν ἐσχάταις γάρ ἡμέραις, λέγει ὁ κύριος, ἐκχεῶ ἀπό τοῦ πνεύματός μου ἐπί πᾶσαν σάρκα, καί προφητεύσουσιν οἱ υἱοί ὑμῶν καί αἱ θυγατέρες ὑμῶν· καί οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις ὄψονται, καί οἱ πρεσβῦται ὑμῶν ἐνυπνίοις ἐνυπνιασθήσονται. ἡμεῖς δέ οἵτινες προφητείας καί ὁράσεις καινάς δεχόμεθα καί ἐπιγινώσκομεν καί τιμῶμεν πάσας τάς δυνάμεις τοῦ ἁγίου πνεύματος, ὡς χορηγεῖ τῇ ἁγίᾳ ἐκκλησίᾳ πρός ἣν καί ἐπέμφθη πάντα τά χαρίσματα ἐν πᾶσιν διοικοῦν, ἑκάστῳ ὡς ἐμέρισεν ὁ θεός, ἀναγκαίως καί ἀναμιμνήσκομεν καί πρός οἰκοδομήν εἰσάγομεν, μετά ἀγάπης ταῦτα ποιοῦντες εἰς δόξαν θεοῦ, καί ἵνα μή πως ᾖ ἀβέβαιός τις καί ὀλιγόπιστος, ἢ καί τοῖς παλαιοῖς μόνον τήν χάριν καί τήν δύναμιν δίδοσθαι νομίσῃ, εἴτε ἐν τοῖς τῶν μαρτύρων εἴτε ἐν τοῖς τῶν ἀποκαλύψεων ἀξιώμασιν· πάντοτε ἐργαζομένου τοῦ θεοῦ ἃ ἀπηγγείλατο εἰς μαρτύριον μέν τῶν ἀπίστων εἰς ἀντίληψιν δέ τῶν πιστῶν. καί ἡμεῖς ἃ ἠκούσαμεν καί ἑωράκαμεν καί ἐψηλαφήσαμεν εὐαγγελιζόμεθα ἡμῖν ἀδελφοί καί τέκνα· ἵνα καί οἱ συμπαρόντες ἀναμνησθῶσιν δόξης θεοῦ, καί οἱ νῦν δι᾿ ἀκοῆς γινώσκοντες κοινωνίαν ἔχητε μετά τῶν ἁγίων μαρτύρων, καί δι᾿ αὐτῶν μετά τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ἀμήν. Ἐν πόλει Θουρβιτάνων τῇ μικροτέρᾳ συνελήφθησαν νεανίσκοι κατηχούμενοι, Ῥεουκάτος καί Φηλικητάτη σύνδουλοι, καί Σατουρνῖλος καί Σεκοῦνδος· μετ᾿ αὐτῶν δέ καί Οὐιβία Περπετούα, ἥτις ἦν γεννηθεῖσα εὐγενῶς καί τραφεῖσα πολυτελῶς γαμηθεῖσά τε ἐξόχως. αὕτη εἶχεν πατέρα καί μητέρα καί δύο ἀδελφούς, ὧν ὁ ἕτερος ἦν ὡσαύτως κατηχούμενος· εἶχεν δέ καί τέκνον, ὃ πρός τοῖς μασθοῖς ἔτι ἐθήλαζεν· ἦν δέ αὕτη ἐτῶν εἴκοσι δύο· ἥτις πᾶσαν τήν τάξιν τοῦ μαρτυρίου ἐντεῦθεν διηγήσατο, ὡς καί τῷ νοῒ αὐτῆς καί τῇ χειρί συγγράψασα κατέλιπεν οὕτως εἰποῦσα.Ἔτι, φησίν, ἡμῶν παρατηρουμένων ἐπεχείρει ὁ πατήρ μοι λόγοις πείθειν με κατά τήν ἑαυτοῦ εὐσπλαγχνίαν τῆς προκειμένης ὁμολογίας ἐκπεσεῖν· κἀγώ πρός αὐτόν· Πάτερ, ἔφην, ὁρᾶς λόγου χάριν σκεῦος κείμενον ἢ ἄλλο τι τῶν τοιούτων; κἀκεῖνος ἀπεκρίθη· Ὁρῶ. κἀγώ· Ἄλλο ὀνομάζειν αὐτό μή θέμις; οὐδέ δύναμαι, εἰμή ὃ εἰμί, τουτέστι χριστιανή. τότε ὁ πατήρ μου ταραχθείς τῷδε τῷ λόγῳ ἐπελθὼν ἠθέλησεν τούς ὀφθαλμούς μου ἐξορύξαι· ἔπειτα μόνον κράξας, ἐξῆλθεν νικηθείς μετά τῶν τοῦ διαβόλου μηχανῶν. τότε ὀλίγας ἡμέρας ἀποδημήσαντος αὐτοῦ, ηὐχαρίστησα τῷ κυρίῳ, καί ἥσθην ἀπόντος αὐτοῦ· καί ἐν αὐταῖς ταῖς ἡμέραις ἐβαπτίσθημεν· καί ἐμέ ὑπηγόρευσεν τό πνεῦμα τό ἅγιον μηδέν ἄλλο αἰτήσασθαι ἀπό τοῦ ὕδατος τοῦ βαπτίσματος εἰ μή σαρκός ὑπομονήν. μετά δέ ὀλίγας ἡμέρας ἐβλήθημεν εἰς φυλακήν, καί ἐξενίσθην· οὐ γάρ πώποτε τοιοῦτον ἑωράκειν σκότος· ὡς δεινήν ἡμέραν καῦμά τε σφοδρόν· καί γάρ ἀνθρώπων πλῆθος ἦν ἐκεῖ ἄλλως τε καί στρατιωτῶν συκοφαντίαις πλείσταις· μεθ᾿ ἃ δή πάντα κατεπονούμην διά τό νήπιον τέκνον. τότε Τέρτιος καί Πομπόνιος, εὐλογημένοι διάκονοι οἳ διηκόνουν ἡμῖν, τιμάς δόντες ἐποίησαν ἡμᾶς εἰς ἡμερώτερον τόπον τῆς φυλακῆς μεταχθῆναι. τότε ἀναπνοῆς ἐτύχομεν, καί δή ἕκαστοι προσαχθέντες ἐσχόλαζον ἑαυτοῖς· καί τό βρέφος ἠνέχθη πρός με, καί ἐπεδίδουν αὐτῷ γάλα, ἤδη αὐχμῷ μαρανθέν· τῇ μητρί προσελάλουν, τόν ἀδελφόν προετρεπόμην, τό νήπιον παρετιθέμην· ἐτηκόμην δέ ὅτι ἐθεώρουν αὐτούς δι᾿ ἐμέ λυπουμένους· οὕτως περίλυπος πλείσταις ἡμέραις οὖσα, ᾔτησα καί τό βρέφος ἐν τῇ φυλακῇ μετ᾿ ἐμοῦ μένειν· κἀκεῖνο ἀνέλαβεν καί ἐγὼ ἐκουφίσθην ἀπό ἀνίας καί πόνου, καί ἰδού ἡ φυλακή ἐμοί γέγονεν πραιτώριον, ὡς μᾶλλόν με ἐκεῖ θέλειν εἶναι, καί οὐκ ἀλλαχοῦ. Τότε εἶπέν μοι ὁ ἀδελφός· Κυρία ἀδελφή, ἤδη ἐν μεγάλῳ ἀξιώματι ὑπάρχεις, τοσαύτη οὖσα ὡς εἰ αἰτήσειας ὀπτασίας ὀπτασίαν λάβοις ἂν εἰς τό δειχθῆναί σοι εἴπερ ἀναβολήν ἔχεις ἢ παθεῖν μέλλεις. κἀγὼ ἥτις ᾔδειν με ὁμιλοῦσαν θεῷ, οὗ γε δή τοσαύτας εὐεργεσίας εἶχον, πίστεως πλήρης οὖσα, ἐπηγγειλάμην αὐτῷ εἰποῦσα· Ἄυριόν σοι ἀπαγγελῶ. ᾐτησάμην δέ, καί ἐδείχθη μοι τοῦτο· εἶδον κλίμακα χαλκῆν θαυμαστοῦ μήκους· ἧς τό μῆκος ἄχρις οὐρανοῦ· στενή δέ ἦν ὡς μηδένα δι᾿ αὐτῆς δύνασθαι εἰ μή μοναχόν ἕνα ἀναβῆναι· ἐξ ἑκατέρων δέ τῶν τῆς κλίμακος μερῶν πᾶν εἶδος ἦν ἐμπεπηγμένον ἐκεῖ ξιφῶν, δοράτων, ἀγκίστρων, μαχαιρῶν, ὀβελίσκων· ἵνα πᾶς ὁ ἀναβαίνων ἀμελῶς καί μή ἀναβλέπων τοῖς ἀκοντίοις τάς σάρκας σπαραχθείη· ἦν δέ ὑπ᾿ αὐτῇ τῇ κλίμακι δράκων ὑπερμεγέθης, ὃς δή τούς ἀναβαίνοντας ἐνήδρευεν, ἐκθαμβῶν ὅπως μή τολμῶσιν ἀναβαίνειν. ἀνέβη δέ ὁ Σάτυρος· ὃς δή ὕστερον δι᾿ ἡμᾶς ἑκὼν παρέδωκεν ἑαυτόν· αὐτοῦ γάρ καί οἰκοδομή ἦμεν· ἀλλ᾿ ὅτε συνελήφθημεν ἀπῆν. ὡς οὖν πρός τό ἄκρον τῆς κλίμακος παρεγένετο, ἐστράφη, καί εἶπεν· Περπετούα, περιμένω σε· ἀλλά βλέπε μή σε ὁ δράκων δάκῃ· καί εἶπον· Οὐ μή με βλάψῃ, ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ. καί ὑποκάτω τῆς κλίμακος ὡσεί φοβούμενός με ἠρέμα τήν κεφαλήν προσήνεγκεν· καί ὡς εἰς τόν πρῶτον βαθμόν ἠθέλησα ἐπιβῆναι, τήν κεφαλήν αὐτοῦ ἐπάτησα. καί εἶδον ἐκεῖ κῆπον μέγιστον, καί ἐν μέσῳ τοῦ κήπου ἄνθρωπον πολιόν καθεζόμενον ποιμένος σχῆμα ἔχοντα ὑπερμεγέθη, ὃς ἤλμευγε τά πρόβατα· περιειστήκεισαν δέ αὐτῷ πολλαί χιλιάδες λευχειμονούντων· ἀπάρας δέ τήν κεφαλήν ἐθεάσατό με καί εἶπεν· Καλῶς ἐλήλυθας, τέκνον. καί ἐκάλεσέν με, καί ἐκ τοῦ τυροῦ οὗ ἤλμευγεν ἔδωκέν μοι ὡσεί ψωμίον· καί ἔλαβον ζεύξασα τάς χεῖράς μου καί ἔφαγον· καί εἶπαν πάντες οἱ παρεστῶτες· Ἀμήν. καί πρός τόν ἦχον τῆς φωνῆς ἐξυπνίσθην ἔτι τί ποτε μασωμένη γλυκύ· καί εὐθέως διηγησάμην τῷ ἀδελφῷ καί ἐνοήσαμεν ὅτι δέοι παθεῖν· καί ἠρξάμην ἔκτοτε μηδεμίαν ἐλπίδα ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ ἔχειν. Μετά δέ ἡμέρας ὀλίγας ἔγνωμεν μέλλειν ἡμᾶς ἀκουσθήσεσθαι· παρεγένετο δέ καί ὁ πατήρ ἐκ τῆς πολλῆς ἀποδημίας μαραινόμενος, καί ἀνέβη πρός με προτρεπόμενός με καταβαλεῖν, λέγων· Θύγατερ, ἐλέησον τάς πολιάς μου· ἐλέησον τόν πατέρα σου, εἴπερ ἄξιός εἰμι ὀνομασθῆναι πατήρ σου· μνήσθητι ὅτι ταῖς χερσίν ταύταις πρός τό τοιοῦτον ἄνθος τῆς ἡλικίας ἀνήγαγόν σε· καί προειλόμην σε ὑπέρ τούς ἀδελφούς σου· ὅρα τήν σήν μητέρα καί τήν τῆς μητρός σου ἀδελφήν, ἴδε τόν υἱόν σου ὃς μετά σέ ζῆν οὐ δύναται· ἀπόθου τούς θυμούς καί μή ἡμᾶς πάντας ἐξολοθρεύσῃς· οὐδείς γάρ ἡμῶν μετά παρρησίας λαλήσει, ἐάν τί σοι συμβῇ. ταῦτα ἔλεγεν ὡς πατήρ κατά τήν τῶν γονέων εὔνοιαν· καί κατεφίλει μου τάς χεῖρας καί ἑαυτόν ἔρριπτεν ἔμπροσθεν τῶν ποδῶν μου καί ἐπιδακρύων οὐκέτι με θυγατέρα ἀλλά κυρίαν ἐπεκάλει· ἐγώ δέ περί τῆς διαθέσεως τοῦ πατρός ἤλγουν, ὅτι ἐν ὅλῳ τῷ ἐμῷ γένει μόνος οὐκ ἠγαλλιᾶτο ἐν τῷ ἐμῷ πάθει. παρεμυθησάμην δέ αὐτόν εἰποῦσα· Τοῦτο γενήσεται ἐν τῷ βήματι ἐκείνῳ ὃ ἐάν θέλῃ ὁ κύριος· γνῶθι γάρ ὅτι οὐκ ἐν τῇ ἡμετέρᾳ ἐξουσίᾳ, ἀλλ᾿ ἐν τῇ τοῦ θεοῦ ἐσόμεθα· καί ἐχωρίσθη ἀπ᾿ ἐμοῦ ἀδημονῶν. Καί τῇ ἡμέρᾳ ἐν ᾗ ὥριστο ἡρπάγημεν ἵνα ἀκουσθῶμεν· καί ὥσπερ ἐγενήθημεν εἰς τήν ἀγοράν φήμη εὐθύς εἰς τά ἐγγύς μέρη διῆλθεν, καί συνέδραμεν πλεῖστος ὄχλος· ὡς δέ ἀνέβημεν εἰς τό βῆμα ἐξετασθέντες οἱ λοιποί ὡμολόγησαν· ἤμελλον δέ κἀγὼ ἐξετάζεσθαι· καί ἐφάνη ἐκεῖ μετά τοῦ τέκνου μου ὁ πατήρ· καί καταγαγών με πρός ἑαυτόν, εἶπεν· Ἐπίθυσον ἐλεήσασα τό βρέφος. καί Ἱλαριανός τις ἐπίτροπος, ὃς τότε τοῦ ἀνθυπάτου ἀποθανόντος Μινουκίου Ὀππιάνου ἐξουσίαν εἰλήφει μαχαίρας, λέγει μοι· Φεῖσαι τῶν πολιῶν τοῦ πατρός σου· φεῖσαι τῆς τοῦ παιδίου νηπιότητος· ἐπίθυσον ὑπέρ σωτηρίας τῶν αὐτοκρατόρων. κἀγὼ ἀπεκρίθην· Οὐ θύω. καί εἶπεν Ἱλαρίανος· Χριστιανή εἶ; καί εἶπον· Χριστιανή εἰμι. καί ὡς ἐσπούδαζεν ὁ πατήρ μου καταβαλεῖν με ἀπό τῆς ὁμολογίας, κελεύσαντος Ἱλαριάνου ἐξεβλήθη· προσέτι δέ καί τῇ ῥάβδῳ τῶν δορυφόρων τις ἐτύπτησεν αὐτόν· κἀγὼ σφόδρα ἤλγησα, ἐλεήσασα τό γῆρας αὐτοῦ· τότε ἡμᾶς πάντας πρός θηρία κατακρίνει. καί χαίροντες κατίημεν εἰς φυλακήν. ἐπειδή δέ ὑπ᾿ ἐμοῦ ἐθηλάζετο τό παιδίον, καί μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῇ φυλακῇ εἰώθει μένειν, πέμπω πρός τόν πατέρα μου Πομπόνιον διάκονον, αἰτοῦσα τό βρέφος· ὁ δέ πατήρ οὐκ ἔδωκεν· πλήν ὡς ὁ θεός ᾠκονόμησεν οὔτε ὁ παῖς μασθούς ἐπεθύμησεν ἔκτοτε, οὔτε ἐμοί τις προσγέγονεν φλεγμονή· ἴσως ἵνα [μή] καί τῇ τοῦ παιδίου φροντίδι καί τῇ τῶν μασθῶν ἀλγηδόνι καταπονηθῶ. Καί μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας προσευχομένων ἡμῶν ἁπάντων ἐξαίφνης ἐν μέσῳ τῆς προσευχῆς ἀφῆκα φωνήν καί ὠνόμασα Δεινοκράτην. καί ἔκθαμβος ἐγενήθην, διότι οὐδέποτε εἰ μή τότε ἀνάμνησιν αὐτοῦ πεποιήκειν· ἤλγησα δέ εἰς μνήμην ἐλθοῦσα τῆς αὐτοῦ τελευτῆς. πλήν εὐθέως ἔγνων ἐμαυτήν ἐξίαν οὖσαν αἴτησιν ποιήσασθαι περί αὐτοῦ, καί ἠρξάμην πρός Κύριον μετά στεναγμῶν προσεύχεσθαι τά πλεῖστα· καί εὐθέως αὐτῇ τῇ νυκτί ἐδηλώθη μοι τοῦτο. ὁρῶ Δεινοκράτην ἐξερχόμενον ἐκ τόπου σκοτεινοῦ, ὅπου καί ἄλλοι πολλοί καυματιζόμενοι καί διψῶντες ἦσαν, ἐσθῆτα ἔχοντα ῥυπαράν, ὠχρόν τῇ χρόᾳ· καί τό τραῦμα ἐν τῇ ὄψει αὐτοῦ τελευτῶν ὅπερ περιὼν ἔτι εἶχεν. οὗτος δέ ὁ Δεινοκράτης, ὁ ἀδελφός μου κατά σάρκα, ἑπταετής τεθνήκει ἀσθενήσας καί τήν ὄψιν αὐτοῦ γαγγραίνῃ σαπείς ὡς τόν θάνατον αὐτοῦ στυγητόν γενέσθαι πᾶσιν ἀνθρώποις. ἐθεώρουν οὖν μέγα διάστημα ἀνά μέσον αὐτοῦ καί ἐμοῦ, ὡς μή δύνασθαι ἡμᾶς ἀλλήλοις προσελθεῖν. ἐν ἐκείνῳ δέ τῷ τόπῳ ἐν ᾧ ἦν ὁ ἀδελφός μου κολυμβήθρα ἦν ὕδατος πλήρης· ὑψηλωτέραν δέ εἶχεν τήν κρηπῖδα ὑπέρ τό τοῦ παιδίου μῆκος· πρός ταύτην ὁ Δεινοκράτης διετείνετο πιεῖν προαιρούμενος· ἐγώ δέ ἤλγουν διότι καί ἡ κολυμβήθρα ἦν πλήρης ὕδατος, καί τό παιδίον οὐκ ἠδύνατο πιεῖν διά τήν ὑψηλότητα τῆς κρηπῖδος· καί ἐξυπνίσθην. καί ἔγνων κάμνειν τόν ἀδελφόν μου· ἐπεποίθειν δέ δύνασθαί με αὐτῷ βοηθῆσαι ἐν ταῖς ἀνά μέσον ἡμέραις, ἐν αἷς κατήχθημεν εἰς τήν ἄλλην φυλακήν τήν τοῦ χιλιάρχου· ἐγγύς γάρ ἦν τῆς παρεμβολῆς οὗ ἠμέλλομεν θηριομαχεῖν· γενέθλιον γάρ ἤμελλεν ἐπιτελεῖσθαι Καίσαρος. εἶτα προσευξαμένη μετά στεναγμῶν σφοδρῶς περί τοῦ ἀδελφοῦ μου ἡμέρας τε καί νυκτός δωρηθῆναί μοι αὐτόν ἠξίωσα. Καί εὐθύς ἐν τῇ ἑσπέρᾳ ἐν ᾗ ἐν νέρβῳ ἐμείναμεν, ἐδείχθη μοι τοῦτο. ὁρῶ [τόπῳ] ἐν ᾧ ἑωράκειν τόν Δεινοκράτην, καθαρῷ σώματι ὄντα, καί καλῶς ἠμφιεσμένον καί ἀναψύχοντα· καί ὅπου τό τραῦμα ἦν οὐλήν ὁρῶ· καί ἡ κρηπίς τῆς κολυμβήθρας κατήχθη ἕως τοῦ ὀμφαλίου αὐτοῦ· ἔρρεεν δέ ἐξ αὐτῆς ἀδιαλείπτως ὕδωρ· καί ἐπάνω τῆς κρηπῖδος ἦν χρυσῆ φιάλη μεστή· καί προσελθὼν ὁ Δεινοκράτης ἤρξατο ἐξ αὐτῆς πίνειν· ἡ δέ φιάλη οὐκ ἐνέλειπεν. καί ἐμπλησθείς ἤρξατο παίζειν ἀγαλλιώμενος ὡς τά νήπια· καί ἐξυπνίσθην. καί ἐνόησα ὅτι μετετέθη ἐκ τῶν τιμωριῶν. Καί μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας Πούδης τις στρατιώτης ὁ τῆς φυλακῆς προιστάμενος μετά πολλῆς τῆς σπουδῆς ἤρξατο ἡμᾶς τιμᾶν καί δοξάζειν τόν θεόν, ἐννοῶν δύναμιν μεγάλην εἶναι περί ἡμᾶς· διό καί πολλούς εἰσελθεῖν πρός ἡμᾶς οὐκ ἐκώλυεν εἰς τό ἡμᾶς διά τῶν ἐπαλλήλων παραμυθιῶν παρηγορεῖσθαι. ἤγγισεν δέ ἡ ἡμέρα τῶν φιλοτιμιῶν καί εἰσέρχεται πρός με ὁ πατήρ, τῇ ἀκηδίᾳ μαρανθείς, καί ἤρξατο τόν πώγωνα τόν ἴδιον ἐκτίλλειν ῥίπτειν τε ἐπί γῆς· καί πρηνής κατακείμενος κακολογεῖν τά ἑαυτοῦ ἔτη κατηγορῶν καί λέγων τοιαῦτα ῥήματα ὡς πᾶσαν δύνασθαι τήν κτίσιν σαλεῦσαι· ἐγώ δέ ἐπένθουν διά τό ταλαίπωρον γῆρας αὐτοῦ. Πρό μιᾶς οὖν τοῦ θηριομαχεῖν ἡμᾶς, βλέπω ὅραμα τοιοῦτον. Πομπόνιος ὁ διάκονος, φησίν, ἦλθεν πρός τήν θύραν τῆς φυλακῆς καί ἔκρουσεν σφόδρα· ἐξελθοῦσα ἤνοιξα αὐτῷ· καί ἦν ἐνδεδυμένος ἐσθῆτα λαμπράν καί περιεζωσμένος· εἶχεν δέ ποικίλα ὑποδήματα καί λέγει μοι· Σέ περιμένω, ἐλθέ. καί ἐκράτησεν τάς χεῖράς μου, καί ἐπορεύθημεν διά τραχέων καί σκολιῶν τόπων· καί μόλις παρεγενόμεθα εἰς τό ἀμφιθέατρον· καί εἰσήγαγέν με εἰς τό μέσον καί λέγει μοι· Μή φοβήθῃς· ἐνθάδε εἰμί μετά σοῦ, συγκάμνων σοι· καί ἀπῆλθεν. καί ἰδού βλέπω πλεῖστον ὄχλον ἀποβλέποντα τῇ θεωρίᾳ σφόδρα· κἀγὼ ἥτις εἶδον πρός θηρία με καταδικασθεῖσαν ἐθαύμαζον ὅτι οὐκ ἔβαλλόν μοι αὐτά. καί ἦλθεν πρός με Αἰγύπτιός τις ἄμορφος τῷ σχήματι μετά τῶν ὑπουργούντων αὐτῷ μαχησόμενός μοι. καί ἔρχεται πρός με νεανίας τις εὐμορφώτατος τῷ κάλλει ἐξαστράπτων, καί ἕτεροι μετ᾿ αὐτοῦ νεανίαι ὡραῖοι, ὑπηρέται τε σπουδασταί ἐμοί. καί ἐξεδύθην καί ἐγενήθην ἄρρην· καί ἤρξαντο οἱ ἀντιλήμπτορές μου ἐλαίῳ με ἀλείφειν, ὡς ἔθος ἐστίν ἐν ἀγῶνι· καί ἄντικρυς βλέπω τόν Αἰγύπτιον ἐκεῖνον ἐν τῷ κονιορτῷ κυλιόμενον. ἐξῆλθεν δέ τις ἀνήρ θαυμαστοῦ μεγέθους, ὑπερέχων τοῦ ἄκρου τοῦ ἀμφιθεάτρου, διεζωσμένος ἐσθῆτα ἥτις εἶχεν οὐ μόνον ἐκ τῶν δύο ὤμων τήν πορφύραν, ἀλλά καί ἀνά μέσον ἐπί τοῦ στήθους· εἶχεν δέ καί ὑποδήματα ποικίλα ἐκ χρυσίου καί ἀργυρίου· ἐβάσταζεν δέ καί ῥάβδον ὡς βραβευτής ἢ προστάτης μονομάχων· ἔφερεν δέ καί κλάδους χλωρούς ἔχοντας μῆλα χρυσᾶ· καί αἰτήσας σιγήν γενέσθαι, ἔφη· Οὗτος ὁ Αἰγύπτιος ἐάν ταύτην νικήσῃ ἀνελεῖ αὐτήν μαχαίρᾳ· αὕτη δέ ἐάν νικήσῃ αὐτόν λήψεται τόν κλάδον τοῦτον· καί ἀπέστη. προσήλθομεν δέ ἀλλήλοις καί ἠρξάμεθα παγκρατιάζειν· ἐκεῖνος ἐμοῦ τούς πόδας κρατεῖν ἠβούλετο· ἐγὼ δέ λακτίσμασιν τήν ὄψιν αὐτοῦ ἔτυπτον· καί ἰδού ἐπῆρα ἀπό ἀέρος καί ἠρξάμην αὐτόν οὕτως τύπτειν ὡς μή πατοῦσα τήν γῆν. ἰδοῦσα δέ ὡς οὐδέπω ᾔκιζον αὐτόν ζεύξασα τάς χεῖράς μου καί δακτύλους δακτύλοις ἐμβαλοῦσα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ἐπελαβόμην· καί ἔρριψα αὐτόν ἐπ᾿ ὄψει καί ἐπάτησα τήν κεφαλήν αὐτοῦ. καί ἤρξατο πᾶς ὁ ὄχλος βοᾶν· καί οἱ σπουδασταί μου ἐγαυρίων. καί προσῆλθον τῷ βραβευτῇ καί ἔλαβον τόν κλάδον· καί ἠσπάσατό με καί εἶπεν· Εἰρήνη μετά σοῦ, θύγατερ· καί ἠρξάμην εὐθύς πορεύεσθαι μετά δόξης πρός πύλην τήν λεγομένην ζωτικήν. καί ἐξυπνίσθην· καί ἐνόησα ὅτι οὐ πρός θηρία μοι ἀλλά πρός τόν διάβολόν ἐστιν ἡ ἐσομένη μάχη· καί συνῆκα ὅτι νικήσω αὐτόν. ταῦτα ἕως πρό μιᾶς τῶν φιλοτιμιῶν ἔγραψα· τά ἐν τῷ ἀμφιθεάτρῳ γενησόμενα ὁ θέλων συγγραψάτω. Ἀλλά καί ὁ μακάριος Σάτυρος τήν ἰδίαν ὀπτασίαν αὐτός δι᾿ ἑαυτοῦ συγγράψας ἐφανέρωσεν τοιαῦτα εἰρηκώς. Ἤδη, φησίν, ἦμεν ὡς πεπονθότες καί ἐκ τῆς σαρκός ἐξεληλύθειμεν, καί ἠρξάμεθα βαστάζεσθαι ὑπό τεσσάρων ἀγγέλων πρός ἀνατολάς, καί αἱ χεῖρες ἡμῶν οὐχ ἥπτοντο· ἐπορευόμεθα δέ εἰς τά ἀνώτερα, καί οὐχ ὕπτιοι ἀλλ᾿ οἷον ὡς δι᾿ ὁμαλῆς ἀναβάσεως ἐφερόμεθα. καί δή ἐξελθόντες τόν πρῶτον κόσμον φῶς λαμπρότατον εἴδομεν· καί εἶπον πρός τήν Περπετούαν (πλησίον γάρ μου ἦν)· Τοῦτό ἐστιν ὅπερ ὁ κύριος ἡμῶν ἐπηγγείλατο· μετειλήφαμεν τῆς ἐπαγγελίας. αἰωρουμένων δέ ἡμῶν διά τῶν τεσσάρων ἀγγέλων ἐγένετο στάδιον μέγα, ὅπερ ὡσεί κῆπος ἦν ἔχων ῥόδου δένδρα καί πᾶν γένος τῶν ἀνθέων· τό δέ ὕψος τῶν δένδρων ἦν ὡσεί κυπαρίσσου μῆκος, ἀκαταπαύστως δέ κατεφέρετο τά δένδρα τά φύλλα αὐτῶν. ἦσαν δέ μεθ᾿ ἡμῶν ἐν αὐτῷ τῷ κήπῳ οἱ τέσσαρες ἄγγελοι, ἀλλήλων ἐνδοξότεροι, ὑφ᾿ ὧν ἐφερόμεθα· πτοουμένους δέ ἡμᾶς καί θαυμάζοντας [καί ἀπέθηκαν, καί ἀνέλαβον· καί ὁδόν] λαβόντες διήλθομεν τό στάδιον τοῖς ἡμετέροις ποσίν. ἐκεῖ εὕρομεν Ἰουκοῦνδον καί Σάτυρον καί Ἀρτάξιον, τούς ἐν αὐτῷ τῷ διωγμῷ ζῶντας κρεμασθέντας· εἴδομεν δέ Κοΐντον τόν μάρτυρα τόν ἐν τῇ φυλακῇ ἀποθανόντα· ἐζητοῦμεν δέ καί περί τῶν λοιπῶν ποῦ ἄρα εἰσίν· καί εἶπον οἱ ἄγγελοι πρός ἡμᾶς· Δεῦτε πρῶτον ἔσω ἵνα ἀσπάσησθε τόν κύριον. Καί ἤλθομεν πλησίον τοῦ τόπου ἐκείνου τοῦ ἔχοντος τοίχους ὡσανεί ἐκ φωτός ᾠκοδομημένους, καί πρό τῆς θύρας τοῦ τόπου ἐκείνου εἰσελθόντες οἱ τέσσαρες ἄγγελοι ἐνέδυσαν ἡμᾶς λευκάς στολάς· καί εἰσήλθομεν καί ἠκούσαμεν φωνήν ἡνωμένην λεγόντων· Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, ἀκαταπαύστως. καί εἴδομεν ἐν μέσῳ τοῦ τόπου ἐκείνου καθεζόμενον ὡς ἄνθρωπον πολιόν· οὗ αἱ τρίχες ὅμοιαι χιόνος καί νεαρόν τό πρόσωπον αὐτοῦ· πόδας δέ αὐτοῦ οὐκ ἐθεασάμεθα. πρεσβύτεροι δέ τέσσαρες ἐκ δεξιῶν καί τέσσαρες ἐξ εὐωνύμων ἦσαν αὐτοῦ· ὀπίσω δέ τῶν τεσσάρων πολλοί πρεσβύτεροι. ὡς δέ θαυμάζοντες εἰσεληλύθαμεν καί ἔστημεν ἐνώπιον τοῦ θρόνου, οἱ τέσσαρες ἄγγελοι ἐπῆραν ἡμᾶς, καί ἐφιλήσαμεν αὐτόν, καί τῇ χειρί περιέλαβεν τάς ὄψεις ἡμῶν· οἱ δέ λοιποί πρεσβύτεροι εἶπον πρός ἡμᾶς· Σταθῶμεν καί προσευξώμεθα. καί εἰρηνοποιήσαντες ἀπεστάλημεν ὑπό τῶν πρεσβυτέρων, λεγόντων· Πορεύεσθε καί χαίρεσθε. καί εἶπον· Περπετούα, ἔχεις ὃ ἐβούλου. καί εἶπεν· Τῷ θεῷ χάρις, ἵνα, ὡς ἐν σαρκί μετά χαρᾶς ἐγενόμην, πλείονα χαρῶ νῦν. Ἐξήλθομεν δέ καί εἴδομεν πρό τῶν θυρῶν Ὀπτάτον τόν ἐπίσκοπον καί Ἀσπάσιον τόν πρεσβύτερον πρός τά ἀριστερά μέρη διακεχωρισμένους καί περιλύπους. καί πεσόντες πρός τούς πόδας ἡμῶν ἔφασαν ἡμῖν· Διαλλάξατε ἡμᾶς πρός ἀλλήλους ὅτι ἐξεληλύθατε καί οὕτως ἡμᾶς ἀφήκατε. καί εἴπαμεν πρός αὐτούς· Οὐχί σύ πάπας ἡμέτερος εἶ, καί σύ πρεσβύτερος; ἵνα τί οὕτως προσεπέσατε τοῖς ἡμετέροις ποσίν; καί σπλαγχνισθέντες περιελάβομεν αὐτούς καί ἤρξατο ἡ Περπετούα Ἑλληνιστί μετ᾿ αὐτῶν ὁμιλεῖν, καί ἀνεχωρήσαμεν σύν αὐτοῖς εἰς τόν κῆπον ὑπό τό δένδρον τοῦ ῥόδου. καί λαλούντων αὐτῶν μεθ᾿ ἡμῶν ἀπεκρίθησαν οἱ ἄγγελοι πρός αὐτούς· Ἐάσατε αὐτούς ἀναψύξαι, καί εἴ τινας διχοστασίας ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν, ἄφετε ὑμεῖς ἀλλήλοις. καί ἐπέπληξαν αὐτούς καί εἶπαν Ὀπτάτῳ· Ἐπανόρθωσαι τό πλῆθός σου· οὕτω γάρ συνέρχονται πρός σε, ὡσεί ἀπό ἱπποδρομιῶν ἐπανερχόμενοι καί περί αὐτῶν φιλονεικοῦντες. ἐνομίζομεν δέ αὐτούς ὡς θέλειν ἀποκλεῖσαι τάς πύλας. καί ἠρξάμεθα ἐκεῖ πολλούς τῶν ἀδελφῶν ἐπιγινώσκειν, ἀλλάγε καί τούς μάρτυρας· ἐτρεφόμεθα δέ πάντες ὀσμῇ ἀνεκδιηγήτῳ ἥτις οὐκ ἐχόρταζεν ἡμᾶς· καί εὐθέως χαίρων ἐξυπνίσθην. Αὗται αἱ ὁράσεις ἐμφανέσταται τῶν μαρτύρων Σατύρου καί Περπετούας ἃς αὐτοί συνεγράψαντο· τόν γάρ Σεκοῦνδον τάχειον ἐκ τοῦ κόσμου μετεπέμψατο [ὁ θεός]· ἐν γάρ τῇ φυλακῇ τῆς κλήσεως ἠξιώθη σύν τῇ χάριτι πάντως κερδάνας τό μή θηριομαχῆσαι· πλήν εἰ καί μή τήν ψυχήν ἀλλοῦνγε τήν σάρκα αὐτοῦ διεξῆλθεν τό ξίφος. Ἀλλά καί τῇ Φηλικητάτῃ ἡ χάρις τοῦ θεοῦ τοιαύτη ἐδόθη. ἐκείνη γάρ συλληφθεῖσα ὀκτώ μηνῶν ἔχουσα γαστέρα, πάνυ ὠδύρετο, διότε οὐκ ἔξεστιν ἐγκύμονα θηριομαχεῖν ἢ τιμωρεῖσθαι, μήπως ὕστερον μετά ἄλλων ἀνοσίων ἐκχυθῇ τό αἷμα αὐτῆς τό ἀθῷον. ἀλλά καί οἱ συμμάρτυρες αὐτῆς περίλυποι ἦσαν σφόδρα οὕτω καλήν συνεργόν καί ὡσεί συνοδοιπόρον ἐν ὁδῷ τῆς αὐτῆς ἐλπίδος μή θέλοντες καταλείπειν. πρό τρίτης οὖν ἡμέρας τοῦ πάθους αὐτῶν κοινῷ στεναγμῷ ἑνωθέντες προσευχήν πρός τόν κύριον ἐποιήσαντο· καί εὐθύς μετά τήν προσευχήν ὠδῖνες αὐτήν συνέσχον, κατά τήν τοῦ ὀγδόου μηνός φύσιν χαλεπαί. καί μετά τόν τοκετόν καμοῦσα ἤλγει. ἔφη δέ τις αὐτῇ τῶν παρατηρούντων ὑπηρετῶν· Εἰ νῦν οὕτως ἀλγεῖς, τί ἔχεις ποιῆσαι βληθεῖσα πρός θηρία, ὧν κατεφρόνησας ὅτε ἐπιθύειν κατεφρόνησας καί οὐκ ἠθέλησας θῦσαι; κἀκείνη ἀπεκρίθη· Νῦν ἐγὼ πάσχω ὃ πάσχω· ἐκεῖ δέ ἄλλος ἐστίν ὁ πάσχων ὑπέρ ἐμοῦ· ἔσται ἐν ἐμοί ἵνα πάθῃ, διότι ἐγὼ πάσχω ὑπέρ αὐτοῦ. ἔτεκεν δέ κοράσιον, ὃ μία τῶν ἀδελφῶν συλλαβοῦσα εἰς θυγατέρα ἀνέθρεψεν αὑτῇ. Ἡμῖν δέ ἀναξίοις οὖσιν ἐπέτρεψεν τό ἅγιον πνεῦμα ἀναγράψαι τήν τάξιν τήν ἐπί ταῖς φιλοτιμίαις παρακολουθήσασαν· πλήν ὡς ἐντάλματι τῆς μακαρίας Περπετούας μᾶλλον δέ ὡς κελεύσματι ὑπηρετοῦντες ἀναπληροῦμεν τό προσταχθέν ἡμῖν. ὡς δέ πλείους ἡμέραι διεγίνοντο ἐν τῇ φυλακῇ ὄντων αὐτῶν, ἡ μεγαλόφρων καί ἀνδρεία ὡς ἀληθῶς Περπετούα, τοῦ χιλιάρχου ἀπηνέστερον αὐτοῖς προσφερομένου, τινῶν πρός αὐτόν ματαίως διαβεβαιωσαμένων τό δεῖν φοβεῖσθαι μήπως ἐπῳδαῖς μαγικαῖς τῆς φυλακῆς ὑπεξέλθωσιν, ἐνώπιον ἀπεκρίθη λέγουσα· Διατί ἡμῖν ἀναλαμβάνειν οὐκ ἐπιτρέπεις ὀνομαστοῖς καταδίκοις Καίσαρος γενεθλίοις ἀναλωθησομένοις; μή γάρ οὐχί σή δόξα ἐστίν, ἐφ᾿ ὅσον πίονες προσερχόμεθα; πρός ταῦτα ἔφριξεν καί ἐδυσωπήθη ὁ χιλίαρχος, ἐκέλευσέν τε αὐτούς φιλανθρωπότερον διάγειν, ὡς καί τόν ἀδελφόν αὐτῆς καί λοιπούς τινας δεδυνῆσθαι εἰσελθεῖν καί ἀναλαμβάνειν μετ᾿ αὐτῶν. τότε καί αὐτός ὁ τῆς φυλακῆς προεστὼς ἐπίστευσεν. Ἀλλά καί πρό μιᾶς ὅτε τό ἔσχατον ἐκεῖνο δεῖπνον, ὅπερ ἐλεύθερον ὀνομάζουσιν, ὅσον δέ ἐφ᾿ ἑαυτοῖς οὐκ ἐλεύθερον δεῖπνον ἀλλ᾿ ἀγάπην ἐπεκάλουν τῇ αὐτῶν παρρησίᾳ· πρός δέ τόν ὄχλον τόν ἐκεῖσε παρεστῶτα ῥήματα ἐξέπεμπον μετά πολλῆς παρρησίας αὐτοῖς ἀπειλοῦντες κρίσιν θεοῦ, ἀνθομολογούμενοι τόν μακαρισμόν τοῦ πάθους ἑαυτῶν, καταγελῶντες τήν περιεργείαν τῶν συντρεχόντων, Σατύρου λέγοντος· Ἦ αὔριον ἡμέρα ὑμῖν οὐκ ἐπαρκεῖ; τί ἡδέως ὁρᾶτε οὓς μισεῖτε· σήμερον φίλοι· αὔριον ἐχθροί; πλήν ἐπισημειώσασθε τά πρόσωπα ἡμῶν ἐπιμελῶς ἵνα καί ἐπιγνῶτε ἡμᾶς ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. οὕτως ἅπαντες ἐκεῖθεν ἐκπληττόμενοι ἐχωρίζοντο· ἐξ ὧν πλεῖστοι ἐπίστευσαν. Ἐπέλαμψε δέ ἡμέρα τῆς νίκης αὐτῶν· καί προῆλθον ἐκ τῆς φυλακῆς εἰς τό ἀμφιθέατρον ὡς εἰς οὐρανόν ἀπιόντες, ἱλαροί καί φαιδροί τῷ προσώπῳ, πτοούμενοι εἰ τύχοι χαρᾷ μᾶλλον ἢ φόβῳ. ἠκολούθει δέ ἡ Περπετούα πρᾴως βαδίζουσα, ὡς ματρώνα Χριστοῦ, ἐγρηγόρῳ ὀφθαλμῷ, καί τῇ προσόψει καταβάλλουσα τάς πάντων ὁράσεις. ὁμοίως καί ἡ Φηλικητάτη χαίρουσα ἐπί τῇ τοῦ τοκετοῦ ὑγείᾳ ἵνα θηριομαχήσῃ, ἀπό αἵματος εἰς αἷμα, ἀπό μαίας πρός μονομαχίαν, μέλλουσα λούσασθαι μετά τόν τοκετόν, βαπτισμῷ δευτέρῳ, τουτέστι τῷ ἰδίῳ αἵματι. ὅτε δέ ἤγγισαν πρό τοῦ ἀμφιθεάτρου, ἠναγκάζοντο ἐνδύσασθαι σχήματα, οἱ μέν ἄρρενες ἱερέων Κρόνου, αἱ δέ θηλεῖαι τῆς Δημήτρας· ἀλλ᾿ ἡ εὐγενεστάτη ἐκείνη Περπετούα παρρησίᾳ ἠγωνίσατο ἕως τέλους· ἔλεγεν γάρ· Διά τοῦτο ἑκουσίως εἰς τοῦτο ἐληλύθαμεν, ἵνα ἡ ἐλευθερία ἡμῶν μή ἡττηθῇ· διά τοῦτο τήν ψυχήν ἡμῶν παρεδώκαμεν, ἵνα μηδέν τῶν τοιούτων πράξωμεν· τοῦτο συνεταξάμεθα μεθ᾿ ὑμῶν. ἐπέγνω ἡ ἀδικία τήν δικαιοσύνην· καί μετέπειτα ἐπέτρεψεν ὁ χιλίαρχος ἵνα οὕτως εἰσαχθῶσιν ὡς ἦσαν· καί ἡ Περπετούα ἔψαλλεν, τήν κεφαλήν τοῦ Αἰγυπτίου ἤδη πατοῦσα. Ῥεουκάτος δέ καί Σατουρνῖλος καί Σάτυρος τῷ θεωροῦντι ὄχλῳ προσωμίλουν· καί γενόμενοι ἔμπροσθεν Ἱλαριάνου, κινήμασιν καί νεύμασιν ἔφασαν· Σύ ἡμᾶς καί σέ ὁ θεός. πρός ταῦτα ἀγριωθείς ὁ ὄχλος μαστιγωθῆναι αὐτούς ἐβόησεν· ἀλλά οἱ ἅγιοι ἠγαλλιάσθησαν ὅτι ὑπέμεινάν τι καί τῶν κυριακῶν παθῶν. Ἀλλ᾿ ὁ εἰπὼν Αἰτεῖσθε καί λήψεσθε ἔδωκεν τοῖς αἰτήσασιν ταύτην τήν δόξαν οἵαν ἕκαστος αὐτῶν ἐπεθύμησεν. εἴποτε γάρ μεθ᾿ ἑαυτῶν περί τῆς εὐχῆς τοῦ μαρτυρίου συνελάλουν, Σατουρνῖλος μέν πᾶσιν τοῖς θηρίοις βληθῆναι ἑαυτόν θέλειν [ἔλεγεν] πάντως ἵνα ἐνδοξότερον στέφανον ἀπολάβῃ. ἐν ἀρχῇ γοῦν τῆς θεωρίας αὐτός μετά Ῥεουκάτου πάρδαλιν ὑπέμεινεν· ἀλλά καί ὕστερον ἐπί τῆς γεφύρας ὑπό ἄρκου διεσπαράχθη. Σάτυρος δέ οὐδέν ἄλλο ἣ ἄρκον ἀπεστρέφετο· καί ἑνί δήγματι παρδάλεως τελειοῦσθαι αὐτόν ἐπεπόθει· ὥστε καί τῷ συῒ διακονούμενος ἐσύρη μόνον, σχοινίῳ προσδεθείς· ὁ δέ θηρατής ὁ τῷ συῒ αὐτόν προσβαλὼν ὑπό τοῦ θηρός κατετρώθη οὕτως ὡς μεθ᾿ ἡμέραν τῶν φιλοτιμιῶν ἀποθανεῖν. ἀλλά καί πρός ἄρκον διαδεθείς ὑγιής πάλιν διέμεινεν· ἐκ γάρ τοῦ ζωγρίου αὐτῆς ἡ ἄρκος οὐκ ἐθέλησεν ἐξελθεῖν. Ταῖς μακαρίαις δέ νεάνισιν ἀγριωτάτην δάμαλιν ἡτοίμασεν ὁ διάβολος, τό θῆλυ αὐτῶν παραζηλῶν διά τοῦ θηρίου· καί γυμνωθεῖσαι γοῦν προσήγοντο· ὅθεν ἀπεστράφη ὁ ὄχλος, μίαν μέν τρυφεράν κόρην βλέπων, τήν δέ ἄλλην μασθοῖς στάζουσαν γάλα, ὡς προσφάτως κυήσασαν· καί ἀναληφθεῖσαι πάλιν, καί δικτύοις περιβληθεῖσαι, ἐνδιδύσκονται ὑποζώσμασιν· ὅθεν εἰσελθουσῶν αὐτῶν, ἡ Περπετούα πρώτη κερατισθεῖσα ἔπεσεν ἐπ᾿ ὀσφύος· καί ἀνακαθίσασα τόν χιτῶνα ἐκ τῆς πλευρᾶς αὐτῆς συναγαγοῦσα, ἐσκέπασεν τόν ἑαυτῆς μηρόν, αἰδοῦς μᾶλλον μνημονεύσασα ἢ πόνων· αἰδουμένη, μηδαμῶς φροντίσασα τῶν ἀλγηδόνων· καί ἐπιζητήσασα βελόνην τά ἐσπαραγμένα συνέσφιξεν, καί τάς τρίχας τῆς κεφαλῆς περιέδησεν· οὐ γάρ ἔπρεπεν τῇ μάρτυρι θριξίν σπαραχθείσαις ὁρᾶσθαι· ἵνα μή ἐν τῇ ἰδίᾳ τιμῇ δοκῇ πενθεῖν. [καί κερατισθεῖσαν ἰδοῦσα τήν Φηλικητάτην, προσῆλθεν αὐτῇ] καί κρατήσασα τῆς χειρός αὐτῆς ἤγειρεν αὐτήν. καί ἔστησαν ἅμα· τῆς δέ σκληρότητος τοῦ ὄχλου ἐκνικηθείσης ἀνελήφθησαν εἰς τήν πύλην τήν ζωτικήν· ἐκεῖ ἡ Περπετούα ὑπό τινος κατηχουμένου ὀνόματι Ῥουστίκου, ὃς παρειστήκει αὐτῇ, ὡς ἐξ ὕπνου ἐγερθεῖσα (οὕτως ἐν πνεύματι γέγονεν ἔκστασιν παθοῦσα), καί περιβλεψαμένη θαμβούντων ἁπάντων ἔφη· Πότε βαλλόμεθα πρός τήν δάμαλιν ἣν λέγουσιν; καί ἀκούσασα ὅτι ἤδη ἐξεληλύθει πρός αὐτήν, οὐ πρότερον ἐπίστευσεν πρίν ἢ σημεῖά τινα τῆς βλάβης ἐν τῷ ἰδίῳ σώματι ἑωράκει· ἀναδειχθέντων δέ καλέσασα τόν ἴδιον ἀδελφόν καί αὐτόν τόν κατηχούμενον παρεκάλει ἵνα ἐν πίστει διαμείνωσιν καί ἀλλήλους ἀγαπῶσιν, καί τοῖς παθήμασιν ἐκείνοις μή σκανδαλισθῶσιν τοιούτοις οὖσιν. Καί ἐν ἑτέρᾳ πύλῃ ὁ Σάτυρος τῷ στρατιώτῃ Πούδεντι προσωμίλει, καθόλου λέγων ὅτι Κατά τήν πρόλεξιν τήν ἐμήν, ὡς καί προεῖπον, οὐδέ ἓν θηρίων ἥψατό μου ἕως ἄρτι· ἰδού δέ νῦν, ἵνα ἐξ ὅλης καρδίας διαπιστεύσῃς, προσέρχομαι, καί ἐν ἑνί δήγματι παρδάλεως τελειοῦμαι· καί εὐθύς ἐν τέλει τῆς θεωρίας πάρδαλις αὐτῷ ἐβλήθη, καί ἐν ἑνί δήγματι τοῦ αἵματος τοῦ ἁγίου ἐνεπλήσθη· τοσοῦτον αἷμα ἐρρύη, ὡς λογισθῆναι δευτέρου βαπτισμοῦ μαρτύριον· καθὼς καί ἐπεφώνει ὁ ὄχλος βοῶν καί λέγων· Καλῶς ἐλούσω, καλῶς ἐλούσω. καί μήν ὑγιής ἦν ὁ τοιούτῳ τρόπῳ λελουμένος. τότε τῷ στρατιώτῃ Πούδεντι ἔφη· Ὑγίαινε καί μνημόνευε πίστεως καί ἐμοῦ· καί τά τοιαῦτα καί στερεωσάτω σε μᾶλλον ἢ ταραξάτω. καί δακτύλιον αἰτήσας παρ᾿ αὐτοῦ καί ἐνθείς αὐτό τῷ ἰδίῳ αἵματι ἔδωκεν αὐτῷ μακαρίαν κληρονομίαν, ἀφείς μνήμην καί ἐνθήκην αἵματος τηλικούτου. μετά ταῦτα λοιπόν ἐμπνέων ἔτι ἀπήχθη μετά καί τῶν ἄλλων τῷ συνήθει τόπῳ· εἰς σφαγήν δέ ὁ ὄχλος ᾔτησεν αὐτούς εἰς μέσον μεταχθῆναι, ὅπως διά τῶν ἁγίων σωμάτων ἐλαυνόμενον τό ξίφος θεάσωνται· καί οἱ μακάριοι μάρτυρες ἑκόντες ἠγέρθησαν· ᾐσχύνοντο γάρ ὀλίγους μάρτυρας ἔχειν ἐπί τῷ μακαρίῳ θανάτῳ αὐτῶν. καί δή ἐλθόντων αὐτῶν ὅπου ὁ ὄχλος ἐβούλετο, πρῶτον κατεφίλησαν ἀλλήλους ἵνα τό μυστήριον διά τῶν οἰκείων τῆς πίστεως τελειώσωσιν· καί μετέπειτα ἀσμένως ὑπέμειναν τήν διά τοῦ ξίφους τιμωρίαν· πολλῷ δέ μᾶλλον ὁ Σάτυρος, ὁ δή πρότερος τήν κλίμακα ἐκείνην ἀναβάς, ὃς καί ἔπεισεν τήν Περπετούαν ἀναβαίνειν. ἡ δέ Περπετούα, ἵνα καί αὐτή γεύσηται τῶν πόνων, περί τά ὀστέα νυγεῖσα ἠλάλαξεν, καί πεπλανημένην τήν δεξιάν ἀπείρου μονομάχου κρατήσασα προσήγαγεν τῇ κατακλεῖδι ἑαυτῆς· ἴσως τήν τοσαύτην γυναῖκα τοῦ ἀκαθάρτου πνεύματος φοβουμένου καί φονευθῆναι μή βουλομένου. Ὦ ἀνδριώτατοι καί μακαριώτατοι μάρτυρες καί στρατιῶται ἐκλεκτοί, εἰς δόξαν Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ κεκλημένοι. πῶς μεγαλύνωμεν ὑμᾶς ἢ μακαρίσωμεν, γενναιότατοι στρατιῶται; οὐχ ἧσσον τῶν παλαιῶν γραφῶν, ἃ εἰς οἰκοδομήν ἐκκλησίας ἀναγινώσκεσθαι ὀφείλει ἡ πανάρετος πολιτεία τῶν μακαρίων μαρτύρων δι᾿ ὧν δόξαν ἀναπέμπομεν τῷ πατρί τῶν αἰώνων, ἅμα τῷ μονογενεῖ αὐτοῦ υἱῷ τῷ κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ σύν ἁγίῳ πνεύματι· ᾧ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ἀμήν.



Σήμερα 30/4/2023: Των Αγίων Μυροφόρων γυναικών, έτι δε Ιωσήφ του εξ Αριμαθαίας και του νυκτερινού μαθητού Νικοδήμου.  Άγιος Ιάκωβος ο Απόστολος αδελφός Ιωάννου του Θεολόγου. Όσιος Κλήμης ο υμνογράφος. Άγιος Δονάτος επίσκοπος Ευροίας Ηπείρου. Ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων της Αγίας Αργυρής. Άγιος Μάξιμος. Εύρεση των ιερών λειψάνων του Αγίου Βασιλέως επισκόπου Αμασείας. Ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Θεοδώρου Νεομάρτυρα του Βυζαντίου. Άγιος Erconwald επίσκοπος Λονδίνου. Άγιος Ιγνάτιος Επίσκοπος Σταυρουπόλεως. Άγιοι Ισίδωρος, Ηλίας και Παύλος οι Μάρτυρες. Άγιος Αφροδίσιος ο Ιερομάρτυρας και οι συν αυτώ τριάντα Μάρτυρες. Ανακομιδή Ιερών λειψάνων του Αγίου Νικήτα Αρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ. Άγιος Σίμων Μητροπολίτης Μόσχας. Σύναξη πάντων των εν Θεσσαλονίκη αγίων. Μετακομιδή τμημάτων των Ιερών Λειψάνων των Αγίων Φανέντων. Άγιος Γεώργιος ο Πρεσβύτερος και οι συν αυτώ Δώδεκα Νεομάρτυρες Γέργερης που μαρτύρησαν στίς 25 Μαρτίου 1828. Σύναξη των εν Μεσσηνία Αγίων. Σύναξη πάντων των εν Λαγκαδά Αγίων. Αγία Ταμάρα η βασίλισσα. Σύναξη της Παναγίας της Ατταλειώτισσας στον Ταύρο. Όσιοι Απόστολος και Θεοχάρης οι αυτάδελφοι.

 
 




0 comments:

Δημοσίευση σχολίου