Υπάρχει Θεός και βλέπει









Υπάρχει Θεός και βλέπει
αγίου Δανιήλ Γούβαλη


Κατά τα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνος, στα χρό­νια της βασιλείας του Θεοδοσίου του Μεγάλου ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ο Ιουλιανός, ένας ενάρετος και ευσεβής Χριστιανός. Αυτός στα νιάτα του είχε πλούτο πολύ, αλλά στα γηρατειά του πτώχευσε. Αντιμετωπίζοντας την κατάσταση της φτώχειας του, σκεπτόταν τι μπορούσε να κάνη. Και λύση δεν έβρισκε. Εν τω μεταξύ έφτασε σε τόση μεγάλη φτώχεια, που δεν μπορούσε να εξοικονομήσει τα απαραίτητα για την επιβίωσή του. Κάποια στιγμή του ήρθε μία έμπνευσις. Μία έμπνευσις περίεργη, παράξενη, απροσδόκητη, αλλά και πρω­τότυπη. Αν και η ιδέα αυτή φαινόταν παράδοξη, η φωνή της συνειδήσεώς του δεν του αντιστρατεύθηκε.
Η σκέψις που έκανε σχετιζόταν με τον γιό του. Ήταν μοναχοπαίδι και ονομαζόταν Θεόφι­λος. Κάποια μέρα τον φωνάζει και του λέει: «Λοι­πόν, παιδί μου Θεόφιλε, αποφάσισα να σού προτεί­νω κάτι. Όπως βλέπεις είμαι πολύ αδύνατος και πολύ φτωχός. Δεν έχω τρόπο να εξοικονομήσω τα αναγκαία της ζωής. Αυτό που θα σού πω, θα σού φανεί παράδοξο και σκληρό. Μη βιαστείς όμως να το κρίνεις… Θέλω να μου κάνης μία χάρη, για να βρω μία διέξοδο στην μεγάλη μου φτώχεια. Αν δεχτής, θα με σώσεις τώρα στα γηρατειά μου, αλλά θα βρεις και συ σωτηρία από τον Θεό, χάριν της υπακοής σου».
Ο Θεόφιλος αποκρίθηκε: «Πατέρα μου, είμαι έτοιμος να υπακούσω σε ό,τι μου πεις».
Ο πατέρας ξεκίνησε τον λόγο από μακρυά, από τις ιστορίες της Π. Διαθήκης, από τον πα­τριάρχη Αβραάμ:
«Παιδί μου, ο μακάριος Αβραάμ με την γυ­ναίκα του την Σάρρα είχαν μεγάλη θλίψη, διότι προχώρησαν σε γεροντική ηλικία άτεκνοι. Αλλά ο Θεός έκανε το θαύμα του και τους χάρισε ένα ευλογημένο γιό, τον Ισαάκ. Αλλά αργότερα πήραν κάποια δύσκολη τροπή τα πράγματα. Ο Αβραάμ υπακούοντας στον Θεό ένα θλιβερό πρωί ξεκίνησε με τον γιό του για κάποιο βουνό, για να τον θυσιάσει. Ο Ισαάκ χωρίς μιλιά ακολουθούσε τον πα­τέρα του και μάλιστα κουβαλούσε στους ώμους του τα ξύλα για την θυσία. Σιωπηλός, χωρίς καμία αντίδρασή προχωρούσε προς την θυσία. Η ταπείνωσις και η υπακοή του τον έσωσε. Και ούτε τελικά εσφάγη και η ζωή του ευλογήθηκε πολύ από τον Θεό. Αυτό το παράδειγμα του Ισαάκ, βάλε το βαθειά μέσα στην ψυχή σου. Δέξου την εντολή που θα σού δώσω και ελπίζω στον Θεό, ότι δεν θα το μετανιώσεις».
«Πατέρα», λέει ο Θεόφιλος, «τι σκέφθηκες; Θέλεις να με θανάτωσης, σαν τον Ισαάκ»;
«Όχι, παιδί μου. Μη γένοιτο. Κάτι άλλο ζητώ. Θέλω να σε πουλήσω ως δούλο, ώστε έτσι να λύσω το άλυτο πρόβλημα. Και να σταματήσω να ζητιανεύω δεξιά και αριστερά. Αν δεχτής να το κάνης, ο καλός Θεός θα δείξει έλεος σ’ εσένα για αυτήν την καλοσύνη σου, θα σού δώσει πλούτο πολύ σ’ αυτήν την ζωή και στην άλλη θα σε αναπαύσει στους κόλπους του Αβραάμ. Και θέλω ακόμη να σού δώσω και μία εντολή. Φρόντισε να την τήρησης σ’ όλη σου την ζωή μέχρι την ώρα του θανάτου σου. Κάθε φορά που θα σε στέλει το αφεντικό σου σε κάποια εξωτερική υπηρεσία, αν είναι ώρα Θείας Λειτουργίας, να περνάς πρώτα από την εκκλησία και να κάθεσαι εκεί μέχρι την απόλυση και έτσι λειτουρ­γημένος να προχωράς στο έργο σου. Επίσης θέλω να δείχνεις μεγάλη ευλάβεια προς την Παναγία. Αν εκτελέσεις αυτές τις εντολές μου, ο Κύριος θα σε γλυτώσει από φοβερή τρικυμία».
Αυτά είπε ο πατέρας. Τα λόγια ήταν για το γιό του «ημέρα της κρίσεως». Εδώ θα κρινόταν η ψυχή του, η αγάπη του, η πίστις του. Ο Θεός όμως τον επισκίασε, του έδωσε θάρρος.
«Πατέρα», λέει, «θα γίνουν όλα σύμφωνα με την θέλησή σου. Τα δέχομαι όλα».
Την επομένη ημέρα, με πόνο ψυχής ο Ιουλιανός πούλησε τον γιό του. Τον αγόρασε κάποιος επίσημος άρχοντας, πατρίκιος και αξιωματούχος των ανακτόρων που ονομαζόταν Κωνσταντίνος. Ο άρ­χοντας εκτίμησε και αγάπησε πολύ τον καινούρ­γιο δούλο του, γιατί ήταν στολισμένος όχι μόνο με σωματική ομορφιά, αλλά και με όλες τις αρετές, με υπακοή, με σωφροσύνη, με ταπείνωση. Τον εκτιμούσε και για τις γραμματικές του γνώσεις, την μόρφωσή του.
Παντού, όπου πήγαινε ο Κωνσταντίνος, ήθελε να έχει δίπλα του τον Θεόφιλο. Στο τραπέζι, πα­ράστεκε κοντά του, έτοιμος και πρόθυμος. Τον υπηρετούσε με κάθε επιμέλεια. Έτσι όλα πήραν ένα καλό δρόμο. Όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν.
Αλλά μία ημέρα ξέσπασε ένας απροσδόκητος πειρασμός. (Τι σοφά που μας συμβούλεψε ο Κύ­ριος να λέμε στο «Πάτερ ημών», «και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν»)! Ένας πειρασμός εις βά­ρος του Θεοφίλου.
Μέσα στο πλούσιο αρχοντικό υπήρχαν αρκετοί δούλοι. Όταν ο πατρίκιος έλειπε στην υπηρεσία του στα ανάκτορα, απέμεναν στο σπίτι η σύ­ζυγός του η αρχόντισσα και οι δούλοι. Αλλά η σύ­ζυγός του δεν ήταν προσεκτική στην προσωπική της ζωή. Κάποιος δούλος άρχισε να της αρέσει. Και δεν το είχε τίποτε να φανεί άπιστη στον σύ­ζυγό της. Το κακό την κυρίεψε.
Ο Κωνσταντίνος κάποια μέρα ξεκίνησε για το παλάτι. Πήρε μαζί του και τον αγαπητό του δούλο Θεόφιλο. Καθώς όμως πλησίαζε στα ανάκτορα διεπίστωσε ότι είχε ξεχάσει στο σπίτι του τον χαρτοφύλακά του, όπου υπήρχαν διάφορα έγ­γραφα και βασιλικά διατάγματα. «Θεόφιλε», λέει, «τρέξε γρήγορα στο σπίτι. Μέσα στο δωμάτιό μου έχω ξεχάσει τον χαρτοφύλακά μου. Πρέπει να μου τον φέρεις όσο το δυνατόν γρηγορότερα».
Ολοπρόθυμος, όπως πάντα ο Θεόφιλος, έσπευσε στο αρχοντικό. Λόγω της μεγάλης βιασύνης, χωρίς να χτυπήσει πόρτες, μπήκε στο ευρύχωρο δωμάτιο του πατρικίου και με ταχύτητα άρπαξε τον χαρτοφύλακα κι έφυγε. Εκείνη την ώρα βρισκόταν πάνω στο κρεββάτι η σύζυγος του Κωνσταντίνου με τον δούλο. Διέπρατταν μοιχεία. Ο Θεόφιλος λόγω της υπερβολικής του βιασύνης δεν τους είδε. Αυτοί όμως δεν κατάλαβαν ότι δεν τους πρόσεξε. Ανατα­ραγμένοι για την απρόσμενη αυτή παρουσία, σκέφθηκαν να κάνουν κακό στον Θεόφιλο. Η σύζυγος του πατρικίου φέρθηκε σαν την γυναίκα του Πετεφρή. Μόλις επέστρεψε από τα ανάκτορα ο σύζυ­γός της, του είπε με προσποιητή αγανάκτηση:
«Τι τον αγόρασες αυτόν τον δούλο, τον Θεό­φιλο; Για να μου επιτεθεί στο κρεββάτι ο άθλιος, να με ταπεινώσει; Μόλις που πρόλαβα να φωνάξω τον τάδε δούλο και βοήθησε, ώστε να μη με ατιμάσει αυτός ο αναίσχυντος. Σε προειδοποιώ στην ευχή των γονέων μου και στην σωτηρία της ψυχής μου: Αν αύριο δεν δω το κεφάλι του άθλιου κομ­μένο, εγώ δεν παραμένω ούτε μία ώρα στο σπίτι σου. Παίρνω την προίκα μου και αναχωρώ».
Η ηθοποιία της ήταν άφθαστη. Ο σύζυγός της επείσθη απόλυτα στα λεγόμενά της. Οργίσθηκε ενάντια στον Θεόφιλο και της υποσχέθηκε ότι θα γίνει η επιθυμία της.
Την επομένη ημέρα συνάντησε στα ανάκτορα τον έπαρχο και του εξέθεσε τα καθέκαστα. «Αύριο πρωί θα σού τον στείλω. Να τον αποκεφαλίσεις. Να σφράγισεις το κεφάλι του σε ένα σάκο και να μου το αποστείλεις». Ο έπαρχος συμφώνησε μαζί του. Μόνο που του ζήτησε να ομολογήσει το παράπτω­μα του δούλου του ενώπιον τριών μαρτύρων. Ε­κείνος βρήκε τρεις μάρτυρες και ενώπιόν τους ομολόγησε: «Αγόρασα ένα νέο δούλο, και αυτός ο άθλιος δυνάστευε την κυρία μου να κοιμηθεί μαζί της». Αφού υπέγραψε αυτά με το χέρι του, συμ­φώνησαν να εκτελεσθεί η επιθυμία του.
Έτσι ξημερώνοντας η επομένη ημέρα, ο Θεό­φιλος θα πήγαινε στον έπαρχο και θα του έλεγε: «Έρχομαι από τον κύριό μου τον Κωνσταντίνο. Σού φέρω τους χαιρετισμούς του και περιμένω την απόκρισή σου να την μεταφέρω». Έτσι συμφώνησαν.
Η σύζυγος και ο μοιχός δούλος εκείνη την νύχτα ένοιωθαν κακή χαρά. Μετά από λίγες ώρες θα απαλλάσσονταν οριστικά από την παρουσία του ανθρώπου που μισούσαν. Η σύζυγος ένοιωθε ικανοποίηση που το σχέδιό της εξελισσόταν κανονικά. Και ο σύζυγός της και ο έπαρχος πείσθηκαν ότι ο Θεόφιλος είναι ένα άθλιο υποκείμενο, που έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά, ώστε να πάρουν φό­βο και όσοι άλλοι δούλοι σκέπτονταν να προσβά­λουν την τιμή της κυρίας των.
Ξημέρωσε η καινούργια ημέρα. Ο πατρίκιος κάλεσε τον Θεόφιλο και του λέει: «Θα πας στον έπαρχο. Θα του πεις ότι τον χαιρετώ και ότι περι­μένω απόκριση». Εν τω μεταξύ ο έπαρχος είχε δώ­σει εντολή στους δημίους, μόλις έρθει κάποιος δού­λος από τον πατρίκιο Κωνσταντίνο, να τον αποκεφαλίσουν.
Ξεκίνησε λοιπόν ο Θεόφιλος για το επαρχείο. Καθώς προχωρούσε, βρέθηκε πλάι σε μία εκκλησία της Θεοτόκου. Ο πατέρας του τον συμβού­λεψε να ευλαβείται την Παναγία. Κατάλαβε ότι αυτή την ώρα γινόταν Θεία Λειτουργία. Μπαίνο­ντας μέσα να προσκυνήσει διεπίστωσε ότι διαβα­ζόταν το αποστολικό ανάγνωσμα. Εκείνη την στι­γμή του ήρθε έντονη στο μυαλό η συμβουλή του πατέρα του: «Κάθε φορά που θα σε στέλνει το αφεντικό σου σε κάποια εξωτερική υπηρεσία, αν είναι ώρα Θείας Λειτουργίας, να περνάς πρώτα από την εκκλησία και να κάθεσαι εκεί μέχρι την απόλυση, και έτσι λειτουργημένος να προχωρείς στο έργο σου».
Η Θεία Λειτουργία προχωρούσε αργά. Ο Θεό­φιλος θυμόταν τον πατρικό λόγο, «μέχρι την απόλυση». Αν δεν τελείωνε η Λειτουργία, δεν θα ξεκι­νούσε για τον έπαρχο. Εν τω μεταξύ στο σπίτι του πατρικίου, καθώς περνούσε η ώρα, υπήρχε κάποια έξαψις. Η σύζυγος και ο μοιχός δούλος αγωνιούσαν. «Μα, τι συνέβη; Γιατί αυτή η αργοπορία»; Ο δούλος σε μία στιγμή πλησιάζει το αφεντικό του και ζητεί να πάει στον έπαρχο για να φέρει το κομμένο κεφάλι του Θεοφίλου. Ο Κωνσταντί­νος συμφώνησε: «Πήγαινε»!
Μόλις βγήκε από την πόρτα του αρχοντικού άρχισε να τρέχει προς το επαρχείον. Έτρεχε και ήταν γεμάτος κακή χαρά, τρελή χαρά, λες και επρόκειτο να πάρει κάποιο πολύτιμο θησαυρό.
Αυτός μεν και όλα τα δικά του συνδυάζονταν με την έννοια του τρεξίματος. Αντίθετα στον Θεό­φιλο όλα εναρμονίζονταν με την έννοια της αργοπο­ρίας. Ο ιερεύς, οι ψάλτες τα έλεγαν αργά. Η Θεία Λειτουργία αργούσε να τελειώσει. Έτσι τα οικο­νόμησε ο Θεός, ο οποίος έβλεπε από πάνω όλα τα τεκταινόμενα εις βάρος του αθώου Θεοφίλου.
Με βήμα ταχύ ο κακός δούλος φθάνει στο σπί­τι του επάρχου και τον χαιρετά εξ ονόματος του πατρικίου Κωνσταντίνου. Εκεί κοντά στεκόταν κρυμ­μένος ο δήμιος με έτοιμο το σπαθί, ακονισμένο και ξεγυμνωμένο. Χωρίς καθυστέρηση συλλαμβάνει τον ένοχο δούλο και τον αποκεφαλίζει. Όλα έγιναν γρήγορα. Ο πονηρός δούλος δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Στην συνέχεια ο δήμιος έπλυνε το κεφάλι μέσα σε λεκάνη, και αφού στέγνωσε, το τύλιξε μ’ ένα μαντήλι, το τοποθέτησε μέσα σε σάκο που στην συνέχεια τον σφράγισαν.
Την ώρα ακριβώς που ασφάλιζαν το κεφάλι μέσα στον σάκο, παρουσιάσθηκε και ο Θεόφιλος. Χαιρέτησε τον έπαρχο. Εκείνος κατάλαβε ότι τον έστειλε ο πατρίκιος για να του μεταφέρει το κομ­μένο κεφάλι. «Αυτός ο σάκος προορίζεται για τον κύριό σου», του είπε. Και του τον έδωσε.
Ήσυχος και ήρεμος ο καλός δούλος επέστρεφε προς τον οίκο του κυρίου του. Κρατούσε στα χέρια του τον σάκο, χωρίς να υποψιάζεται τίποτε για το περιεχόμενό του και για την φοβερή ιστορία. Προχωρούσε ανάλαφρος και χαρούμενος, όπως γίνε­ται όταν προηγείται Θεία Λειτουργία. Οι άγγελοι και οι δαίμονες παρακολουθούσαν συγκλονισμένοι τα φοβερά γεγονότα, αλλά οι άνθρωποι, ο έπαρχος, ο δήμιος, ο Θεόφιλος δεν καταλάβαιναν τίποτε.
Σαν να μη συνέβαινε τίποτε το ιδιαίτερο, ο Θεό­φιλος με τον σάκο στο χέρι φθάνει στο αρχοντικό του πατρικίου. Ο κύριός του, η κυρία, πολλοί δούλοι τον προϋπάντησαν. Παραδόξως είδε ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους μία μεγάλη έκπληξη. Στο πρόσω­πο της κυρίας πιο μεγάλη έκπληξη και ταραχή. Ενώ ανέμεναν να δουν τον άλλο δούλο και την δική του κεφαλή μέσα στον σάκο, τώρα αυτόν τον έβλεπαν ζωντανό. Και τι να περιείχε άραγε μέσα ο σάκος;
Ο πατρίκιος τον ερώτησε: «Γιατί άργησες; Τι κρατάς μέσα στον σάκο»; «Άργησα, κύριέ μου, γιατί πέρασα έξω από τον ναό της Παναγίας. Διαπίστωσα ότι γινόταν Θεία Λειτουργία. Κάθισα και λειτουργήθηκα. Κατόπιν πήγα στον έπαρχο. Μόλις με είδε, κατάλαβε γιατί πήγα. Και μου έδωσε αυτόν τον σάκο. Μου είπε ότι προορίζεται για σένα. Εγώ δεν γνωρίζω το περιεχόμενό του».
Πάντως μέχρι τότε, τα πνεύματα δεν ήταν υπερβολικά ταραγμένα, γιατί δεν ήξεραν τι περιέχει ο σάκος. Σε λίγο οι υπηρέτες τον πήραν και τον αποσφράγισαν. Και έφριξαν! Μέσα περιείχε κομ­μένο το κεφάλι του άλλου δούλου.
Η κυρία πατρι­κία υπέστη τρομερό σοκ. Από την φοβερή ταρα­χή της, από την φρικτή κατάπληξή της, έχασε την ομιλία της. Για πολλή ώρα δεν μπόρεσε να ανοίξει το στόμα της. Ο πατρίκιος άρχισε να υποπτεύεται τι ακριβώς συνέβαινε. Ρίχνοντας ένα βλέμ­μα στο ήρεμο και καθαρό βλέμμα του Θεοφίλου, κα­ταλάβαινε ότι αυτός είναι παραπάνω από αθώος. Μάλιστα όταν άκουσε ότι είχε πάει στην Θεία Λει­τουργία, δεν χωρούσε η παραμικρή αμφιβολία για την αθωότητά του. Καθώς θυμόταν πάλι την άσ­χημη χαρά που είχε το πρόσωπο του άλλου δού­λου, όταν έφευγε για το σπίτι του επάρχου, κατα­λάβαινε καλύτερα τα πράγματα.
Τώρα που είδε το τράνταγμα που υπέστη η σύζυγός του στην θέα της κομμένης κεφαλής, κα­τανοούσε πιο καλά τα διατρέξαντα.
Εν τω μεταξύ η πατρικία φοβήθηκε πολύ. Είδε ολοζώντανη μπροστά της την δικαιοκρισία του Θεού. Φοβήθηκε τον Θεό. Φοβήθηκε μη πάθη και αυτή τα ίδια. Άλλωστε αυτή ήταν η αιτία του κακού. Ήρθε σε συναίσθηση. Και ξέσπασε σε γοερά κλάματα. Ομολόγησε ότι αυτή είναι η ένοχη. Ομολόγησε ότι μοιχός δεν ήταν ο Θεόφιλος, αλλά αυτός που ήδη είχε λάβει την τιμωρία του.
«Εγώ, κύριέ μου, είμαι η αιτία του κακού. Εγώ διέπραττα την αμαρτία με τον δούλο που φονεύθηκε επί τριάμισι χρόνια, χωρίς να το πάρεις είδηση. Ο νέος μας δούλος είναι αθώος. Αδίκως τον κατηγόρησα η άθλια. Εγώ σχεδίασα τον θάνατό του, αλλά ο Θεός που αγαπά την δικαιοσύνη, και μισεί την αδικία, αντέστρεψε τα πονηρά σχέδιά μου. Αυθέντη μου, σε ικετεύω, συγχώρησέ με! Στο όνομα των οικτιρμών του Θεού λυπήσου με και συγχώρησέ με! Υπόσχομαι ότι στο εξής θα σού είμαι πιστή. Δεν θα ξαναμαρτήσω».
Αυτά τα γεγονότα μαθεύτηκαν σ’ όλη την Κωνσταντινούπολη. Οι Χριστιανοί που τα πληροφορήθηκαν κατελήφθησαν από φόβο και έκσταση. Και δόξαζαν την δικαιοσύνη και την δικαιοκρισία του Θεού. «Υπάρχει Θεός», έλεγαν. «Υπάρχει, και βλέ­πει»! «Δίκαιος Κύριος και δικαιοσύνας ηγάπησε».
Η ζωή του πατρικίου από εκείνη την ημέρα άλλαξε. Η σκέψις του ασχολείτο πολύ με τον Θεό­φιλο. Αποφάσισε λοιπόν να τον πάρει κατά μέρος και να του ζητήσει κάτι: Να του εξιστορήσει λε­πτομερώς την προηγούμενη ζωή του. Να του πει πως εξελίχθηκαν τα πράγματα στο σπίτι του, ώστε να πουληθεί δούλος.
Ο καλός δούλος κάθισε και διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια όλη του την ζωή. Του περιέγρα­ψε τα πρώτα πλούτη του πατέρα του, την κατο­πινή φτώχεια του, την πρόταση του πατέρα του να πουληθεί δούλος, την υπακοή του, τις διάφορες πνευ­ματικές συμβουλές και μάλιστα αυτήν που αφορούσε την προσέλευσή του στην Θεία Λειτουργία.
Ο Κωνσταντίνος, καθώς τα άκουσε όλα αυτά, συγκινήθηκε κατάβαθα. Κατάλαβε ότι τον Θεόφιλο τον προστάτευε σαν ακατανίκητη δύναμη η ευχή και η ευλογία του πατέρα του. Η υπακοή στον πατέρα του, η εκτέλεσις των πατρικών εντολών του χορη­γούσε κραταιά σκέπη και προστασία. Η ευλογία που έπαιρνε από την Θεία Λειτουργία τον έβαζε κάτω από το παντοδύναμο χέρι του Θεού. Θαύμασε ο πατρίκιος τις αρετές του δούλου του. Συγκινήθηκε για την μεγάλη θυσία που έκανε προς χάριν του πατέρα του. Ένοιωσε ότι ο δούλος του είχε φθάσει σε υψηλά πνευματικά επίπεδα. Κρυβόταν ένας τέτοι­ος θησαυρός στο σπίτι του και δεν τον γνώριζε!
Από την στιγμή εκείνη έπαψε να τον θεωρεί δούλο του. Τον είχε σαν γιό του. Μαζί του στο τραπέζι, μαζί του παντού. Και στο τέλος τον κα­τέστησε και κληρονόμο όλης της μεγάλης περιου­σίας του. Έτσι εκπληρώθηκε η προφητική κου­βέντα του πτωχού εκείνου γέροντα, του πατέρα του Θεοφίλου: «Ο Θεός θα σού δώσει πλούτο πολύ σ’ αυτήν την ζωή».
Όχι μόνο αυτός ο λόγος, αλλά και ο άλλος βγήκε αληθινός: «Κάθε φορά που θα σε στέλνει το αφεντικό σου σε δουλειά, να εκκλησιάζεσαι πρώτα… και ο Κύριος θα σε γλυτώσει από φοβερή τρικυ­μία». Τον γλύτωσε από άδικο και ατιμωτικό θάνατο.
Για πολύ καιρό, στην Κωνσταντινούπολη γινό­ταν λόγος για τα συγκλονιστικά αυτά περιστατι­κά. Και οι συντάκτες των Συναξαριστών τα κατέ­γραψαν, για να μη παραδοθούν στην λήθη. Έτσι αν σήμερα ξεφυλλίσουμε τον Μέναν Συναξαριστή, στις 10 Φεβρουάριου, στο τέλος, διαβάζουμε τα επόμενα: «Τη αυτή ημέρα διήγησις φρικωδεστάτη θαύματος περί υπακοής προς τους γονείς και σε­βασμού της ιεράς Λειτουργίας». Τελειώνοντας έχουμε να ευχηθούμε σ’ όλους να αγαπούν και να σέβονται τους γονείς τους και να παίρνουν τις ευχές τους σε κάθε σπουδαίο ζήτημα της ζωής τους· και επίσης να αγαπούν την Θεία Λειτουργία και όλα τα μεγάλα θέματα της ζωής τους να τα ξεκινούν με εκκλησιασμό.

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου