Γέροντας Ευμένιος Σαριδάκης



Γέροντας Ευμένιος Σαριδάκης
Αγαπητοί στην σημερινή δημοσίευση θα δούμε ορισμένα περιληπτικά για τον γέροντα.  
Ο άγιος γέροντας Ευμένιος, κατά κόσμον Κωσταντίνος Σαριδάκης, γεννήθηκε την πρωτοχρονιά του έτους 1931 στο χωριό Εθιά του νομού Ηρακλείου Κρήτης. Πρόκειται για ένα χωριό ορεινό το οποίο βρίσκεται στα Αστερούσια όρη την νοτιότερη οροσειρά της Ελλάδας. Προερχόταν από πολυμελή οικογένεια με οκτώ παιδιά εκ των οποίων το μικρότερο ήταν αυτός. Δυστυχώς ο πατέρας του πέθανε το 1933 όταν ήταν δύο ετών και έτσι η μητέρα του κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να μεγαλώσει τα οκτώ παιδιά της. Τα αδέλφια μεγάλωσαν πολύ φτωχικά, είναι ενδεικτικό ότι πρώτη φορά φόρεσε παπούτσια 12ετής όταν δούλευε κάπου και του έκαναν δώρο ένα ζευγάρι. Λόγω των δυσκολιών της εποχής, ήταν η εποχή της Κατοχής και όσα ακολούθησαν αυτή, οι αντιξοότητες στο κομμάτι της εκπαίδευσης δεν επέτρεψαν και πολλά στον μικρό Κώστα, έτσι δεν είχε κάποιες σπουδές και έμαθε να διαβάζει σχετικά μεγάλος. Μπορεί να μην είχε πάει σχολείο αλλά όμως από μικρός ήταν πάρα πολύ συνετός. Ενδεικτικό είναι το εξής περιστατικό. Δυο μεγαλύτερα παιδιά τα οποία είχαν αφήσει σε κάποιο μέρος όπως και τον νεαρό τότε Ευμένιο ώστε να προσέχουν τα ζώα, βρήκαν έναν βλήμα από τον πόλεμο το οποίο πήραν με σκοπό να το ανοίξουν και να βγάλουν το μπαρούτι για να φτιάξουν βαρελότα. Ο μικρός Κώστας καταλαβαίνοντας τον μεγάλο κίνδυνο που διέτρεχαν τα δυο παιδιά από αυτήν την σκέψη τους κάποια στιγμή κατάφερε να πάρει το βλήμα και το έκρυψε. Τα παιδιά όμως βρήκαν που το είχε βάλει και έτσι ο Κώστας προσπάθησε ξανά να τους εμποδίσει. Για δεύτερη φορά κατάφερε και πήρε το βλήμα κρύβοντας το αυτήν την φορά μακρύτερα. Τα άλλα παιδιά όμως είχαν δει προς τα πού πήγε οπότε έψαξαν προς εκείνη την μεριά και βρήκαν ξανά το βλήμα. Μόλις το έπιασαν ήταν έτοιμα να αρχίσουν το χτύπημα ώστε να ανοίξει και να πάρουν το μπαρούτι. Ο μικρός Κώστας προσπάθησε να τους μιλήσει για να τα αποτρέψει όμως αυτά δεν τον άκουγαν. Δυστυχώς τα παιδιά ήταν μεγαλύτερα από αυτόν οπότε ως μικρότερος δεν μπορούσε να τα αναγκάσει να το αφήσουν ώστε να μην πάθουν κακό. Έτσι αφού είδε ότι παρά τις προτροπές του δεν άκουγαν άρχισε να απομακρύνεται από το σημείο. Μετά από λίγο δυστυχώς το βλήμα από τα χτυπήματα έσκασε και η έκρηξη σκότωσε ακαριαία το ένα παιδί ενώ τραυμάτισε βαρύτατα το άλλο. Ο Κωστής εκτός από συνετός ήταν και πολύ πιστός. Από μικρός αγαπούσε τον Θεό και προτιμούσε να πηγαίνει στην Εκκλησία και στα εξωκλήσια του χωριού παρά να παίζει με τα άλλα παιδιά. Πήγαινε κρυφά στα εξωκλήσια και έκανε την προσευχή του, προσευχόταν μέχρι τα μεσάνυχτα ακόμη και μέχρι το πρωί. Πολύ του άρεσε να προσεύχεται στην Παναγία της Εθιάς και στον προφήτη Ηλία. Αγαπούσε τον Χριστό και την ησυχία, ο νους του φλεγόταν από την αγάπη προς τον Θεό. Το 1944 καθώς καθόταν σε ένα υποτυπώδες τζάκι στο σπίτι του, ήρθε και τον περιέλουσε σαν αστραπή το άκτιστο φως. Το 1947 σε ηλικία 16 ετών άφησε τον κόσμο πηγαίνοντας στην Μονή Αγίου Νικήτα στο χωριό Αχεντριάς. Εκεί μόναζε ο ιερομόναχος πατήρ Ιερόθεος Κωστομανωλάκης από το χωριό Ζαρός ο οποίος ήταν πολύ πνευματικός. Έπειτα από τέσσερα έτη στην μονή ο Κωστής εκάρη μοναχός το 1951 με το όνομα Σωφρόνιος.
Στο μοναστήρι αποτέλεσε υπόδειγμα εργατικότητας υπακοής αλλά και ταπείνωσης ενώ ήταν στην μονή αυτή που ήρθε το προοίμιο ότι πολλά θαυμάσια θα τελούσε με την δύναμη του Κυρίου. Το έτος 1952 στο μοναστήρι έφεραν μια γυναίκα ονόματι Μαρία η οποία βασανιζόταν από δαιμόνιο με σκοπό να της διαβάσει εξορκισμό ο πατήρ Ιερόθεος. Δυστυχώς ο πατήρ απουσίαζε διότι λειτουργούσε σε ένα διπλανό χωριό, το Δεμάτι. Βλέποντας την άσχημη κατάσταση της δαιμονισμένης την οποία πάρα πολύ ταλαιπωρούσε το δαιμόνιο, ο Σωφρόνιος άρχισε να προσεύχεται με δάκρυα και θέρμη στον Θεό ώστε η Μαρία να ελευθερωθεί. Προσευχόταν ακατάπαυστα και κατά τις τέσσερις το πρωί η δαιμονισμένη έπεσε κάτω ενώ ταυτόχρονα μια φωτιά βγήκε από το στόμα της. Ήταν το δαιμόνιο που έφυγε ελευθερώνοντας την Μαρία. Το γεγονός αυτό έδειξε στους παριστάμενους ότι ο νεαρός εκείνος μοναχός ήταν ήδη από αυτήν την μικρή ηλικία σε πολύ μεγάλα πνευματικά μέτρα ώστε να εκδιώκει ακόμη και δαίμονες. 

Το 1954 ο Σωφρόνιος κατατάχτηκε στον στρατό επιδεικνύοντας και εκεί μεγάλη εργατικότητα. Παρότι στρατιώτης δεν άφησε προσευχή και νηστεία, προσευχόταν συνεχώς ενώ νήστευε όλες τις νηστείες όπως τις έχει ορίσει η Εκκλησία. Κάποια στιγμή κατά την διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας εμφάνισε υψηλό πυρετό και οι ιατροί στο στρατόπεδο δεν μπορούσαν να βρουν από που προερχόταν. Εισήχθη στο 424 ΓΣΝΕ στην Θεσσαλονίκη όπου υπήρξε αρχικά δυσκολία στο να γίνουν φανερά τα αίτια του υψηλού πυρετού. Εν τέλει έγινε η διάγνωση, ο Σωφρόνιος είχε νοσήσει από λέπρα.
Έλαβε την κατάλληλη θεραπεία για την ασθένεια και ήταν η περιπέτεια του αυτή αλλά και η αγάπη του για τον αδελφό η αιτία που οδήγησε τον γέροντα στο να παραμείνει σε νοσοκομεία
όπως το Λοιμωδών μετά την στρατιωτική θητεία σχεδόν για όλη του την ζωή.
Στο Λοιμωδών του απέστειλε μια επιστολή ο γέροντας Άνθιμος, κατά κόσμον Αργύριος Βαγιάνος, είναι ο Άγιος Άνθιμος Χίου, και του διεμήνυε ότι στο νοσοκομείο ήταν ένα πνευματικό του παιδί ο πατήρ Νικηφόρος, κατά κόσμον Νικόλαος Τζανακάκης, είναι ο Όσιος Νικηφόρος ο Λεπρός, είχε και αυτός καταγωγή από την Κρήτη, είχε γεννηθεί στο Σηρικάρι Χανίων. Στην επιστολή του ο Άγιος Άνθιμος είπε μεταξύ άλλων στον πατέρα Ευμένιο να προσέχει πολύ τον θησαυρό αυτόν που του έστειλε η Παναγία. 
Πραγματικά ο πατήρ Ευμένιος με μεγάλη προθυμία ζήλο και αγάπη φρόντιζε τον γέροντα Νικηφόρο μέχρις ότου αυτός πέθανε το έτος 1964. Ο γέροντας Νικηφόρος από την λέπρα ήταν παράλυτος ακρωτηριασμένος στα άνω άκρα αλλά και τυφλός. Μια βραδιά ο πατήρ Ευμένιος αφού ήδη είχε φροντίσει τον γέροντα Νικηφόρο σκέφτηκε να πάει να τον ρωτήσει εάν ήθελε και κάτι άλλο. Ήταν όμως αργά και για αυτό άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα ώστε να μπει στο κελί αθόρυβα διότι θεώρησε ότι μπορεί να έχει κοιμηθεί ο γέροντας. Μπαίνοντας μέσα στο κελί βρέθηκε μπροστά σε ένα συγκλονιστικό θέαμα. 
Ο παράλυτος γέροντας ήταν όρθιος αιωρούμενος στον αέρα προσευχόταν και έλαμπε ολόκληρος. Μόλις αντίκρισε αυτό το θαυμάσιο ο πατήρ Ευμένιος έκλεισε ξανά σιγά σιγά την πόρτα και πήγε στο κελί του. Εκεί έκλαψε από συγκίνηση διότι κατάλαβε τα μεγάλα πνευματικά μέτρα στα οποία είχε φτάσει ο γέροντας Νικηφόρος. Το πρωί πήγε και του ζήτησε συγγνώμη επειδή δεν είχε χτυπήσει την πόρτα προτού εισέλθει λέγοντας του ότι είδε το θαυμάσιο αυτό. Ο γέροντας Νικηφόρος του απάντησε να μην πει τίποτα σε κανέναν μέχρι εκείνος να αναχωρήσει από τον κόσμο. 
Ο διάβολος βλέποντας τον Ευμένιο να έχει αυτήν την μεγάλη αγάπη προς τον Χριστό και τον συνάνθρωπο προσπαθούσε να τον πλανήσει, μάλιστα σαν τον γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη ο γέροντας πάλεψε σώμα με σώμα με τον Διάβολο. Κάποτε ο σατανάς εμφανίστηκε με μορφή αγγέλου λέγοντας του ότι ήταν δήθεν άγγελος με απώτερο σκοπό να τον πλανήσει. Τότε ο γέροντας βλέποντας τον ψευτοαγγέλο κατάλαβε ότι ήταν ο πονηρός και του είπε εσύ είσαι διάβολος και όχι άγγελος. Εκείνη την στιγμή ο σατανάς χαστούκισε τον γέροντα και εξαφανίστηκε. Οι δαίμονες του παρουσιάζονταν για να τον πολεμήσουν με την μορφή διάφορων ζώων μερικές φορές και άγριων ζώων, όπως τίγρης ή λιοντάρι, αλλά ο νεαρός Σωφρόνιος συνεχώς νικούσε τον πονηρό και τις μεθοδείες του. Κάποια στιγμή όμως σκέφτηκε ότι νικάει τους δαίμονες και τους εξευτελίζει, έτσι έπεσε σε κενοδοξία και τότε ο διάβολος βρήκε ευκαιρία και τον χτύπησε ταλαιπωρώντας τον πάρα πολύ. Στην δύσκολη αυτή στιγμή της ζωής του τον μετέφεραν στην Κρήτη στο μοναστήρι της Παναγίας Κουδουμά όπου έζησαν οι άγιοι Ευμένιος και Παρθένιος. Εκεί στο μοναστήρι ήταν ο γέροντας Νικόδημος Καλλιγιαννάκης από τον Κρουσώνα Ηρακλείου και ο πατήρ Αναστάσιος. Ο γέροντας Νικόδημος έκανε θερμές προσευχές, έτσι η Παναγία βοήθησε τον Ευμένιο ο οποίος τώρα υγιής επέστρεψε ξανά στο Λοιμωδών.
Ο γέροντας Ευμένιος διέμενε δίπλα από τον ναό Αγίων Aναργύρων σε ένα φτωχικό σπιτάκι το οποίο ήταν 2 μικρών δωματίων, κουζινάκι και υπνοδωμάτιο. Τον γέροντα επισκέπτονταν πλήθος κόσμου από όλη την Ελλάδα και αυτός πάντοτε φιλόξενος και με χαρά τους υποδεχόταν ενώ ότι κρατούσαν για να του προσφέρουν τα έδινε σε όσους είχαν ανάγκη. Βοήθησε αμέτρητο πλήθος με τα χαρίσματά του και έγινε η αιτία να έρθουν πάρα πολλές ψυχές στον Χριστό ενώ ήταν και πολύ φιλάνθρωπος. Όχι μόνο έδινε ότι του έφερναν αλλά και τον μισθό του ιερέα που λάμβανε τον δώριζε σε φτωχούς. Από την ζωή του δεν έλειψαν οι ασθένειες τις οποίες θεωρούσε Θεία επίσκεψη. Ο γέροντας υπέφερε από σακχαρώδη διαβήτη ο οποίος του προξένησε σοβαρά προβλήματα, μεταξύ αυτών η μείωση της οράσεως του αλλά και αυξημένη πίεση στα μάτια η οποία του προκαλούσε φοβερούς πόνους. Από την ασθένεια κάποια στιγμή δημιουργήθηκε μια πληγή στο κάτω μέρος του πέλματος η οποία συνεχώς μεγάλωνε και οι γιατροί αποφάσισαν ότι θα χρειαστεί να ακρωτηριαστεί το πόδι του διότι είχε αρχίσει να διαφαίνεται γάγγραινα. Καθώς οι γιατροί του έλεγαν ότι πρέπει να χειρουργηθεί ο γέροντας απάντησε ότι δεν χρειάζεται να πραγματοποιηθεί η εγχείρηση διότι η Παναγία του είχε εμφανιστεί λέγοντάς να μην δεχθεί να γίνει η επέμβαση και θα αναλάβει η ίδια. 
Έτσι και έγινε, το πόδι θεραπεύτηκε και δεν χρειάστηκε ακρωτηριασμός.
Ο σακχαρώδης διαβήτης τον ταλαιπώρησε πολύ ενώ στα τέλη της ζωής του εμφάνισε νεφρική ανεπάρκεια και επί δυο έτη νοσηλεύτηκε σε δωμάτιο του Ευαγγελισμού όπου την Κυριακή της 23ης Μαΐου 1999 παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Το ιερό σκήνωμα του πατρός έμεινε για μια ημέρα στον Ναό των Αγίων Αναργύρων ώστε να τον αποχαιρετήσουν τα πνευματικά του παιδιά από την Αθήνα. Εκεί προσήλθε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Τιμόθεος ο οποίος τον είχε χειροτονήσει αλλά και ο μακαριστός Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας Κύριλλος. Οι δυο μακαριστοί ιεράρχες είχαν μεταβεί από την Κρήτη στην Αθήνα για την επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη. Την επόμενη ημέρα το ιερό σκήνωμα του γέροντα μεταφέρθηκε αεροπορικώς από την Αθήνα στο Ηράκλειο Κρήτης και από εκεί στο χωριό Εθιά όπου κηδεύτηκε πίσω από το ιερό της εκκλησίας του χωριού. Στην εξόδιο ακολουθία παρέστη μέγα πλήθος λαϊκών και πολλοί ιερείς προεξάρχοντος του Μητροπολίτη Νικαίας Αλέξιου.
Αν ακούγατε δια ζώσης ή ακούστε τώρα σε κάποια ηχητικά τον γέροντα να μιλάει, ίσως στην αρχή τον θεωρήσετε απλοϊκό έως και αφελή όμως σε πολύ σύντομο χρόνο θα γινόταν καταληπτό ότι αυτός ήταν ένας πάρα πολύ σοφός κατά Θεόν άνθρωπος. Ο πατήρ Ευμένιος είναι μια μεγάλη πνευματική μορφή, αγαπούσε πάρα πολύ τον Θεό και ο Θεός τον χαρίτωσε με το προορατικό το διορατικό και το θαυματουργικό χάρισμα. Όπως όλοι οι άγιοι δεν του άρεσε καθόλου να τον επαινούν για αυτά τα χαρίσματα αλλά επεδίωκε να τα κρύβει. Προσευχόταν αδιαλείπτως ενώ όπου και εάν ήταν συνεχώς ευχαριστούσε και υμνούσε τον Θεό, προσευχόταν ακόμη και όταν ήταν στον δρόμο ή σε κάποιο μεταφορικό μέσο. Ας τον έχουμε παράδειγμα και βοηθό ζητώντας την πρεσβεία του προς τον Κύριο, ο γέροντας Πορφύριος τον αποκάλεσε κρυφό άγιο και είπε ότι άγιοι σαν αυτόν βγαίνουν κάθε διακόσια χρόνια.

2 σχόλια:

  1. Απολυτίκιο Αγίου Ευμενίου του Νέου: Ποίημα Ανδρέα Χατζηστυλλής - Κύπρος.

    Απολυτίκιο Αγίου Ευμενίου
    Ήχος Α Του Λίθου σφραγισθεντος

    Νήσου Κρήτης τον γόνον
    Αθηναίων το καύχημα
    Των λεπρών υπηρέτη
    Λειτουργόν μέγαν άριστον
    Ευμένιον τιμήσωμεν πιστοί
    Νικηφόρου θείου μαθητήν
    Τον παρέχοντα ιάσεις παντοδάπας
    Τοις ευλαβώς κραυγάζουσιν
    Δόξα τω δεδωκώτι σοι ισχύον
    Δόξα τω σε στεφανόσαντι
    Δόξα τον εν εσχάτοις τοις καιροίς σε αγιάσαντι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή